Παρασκευή, Δεκεμβρίου 29, 2006

Les Sorciers


C’est lui –
elle a dit,
ou c’est elle-même
ou tous les deux.

Et là,
les matins du monde
gardaient
des regardes verbeux
et silencieux.

Aucun
             mal

Et les sons m’ont parlé,
quand au dimanche de la rupture,
pour la première
des vérités vivantes :

« C’est pas grave.
C’est bien,
mais si bien
comme toujours. »

Condamnée
d’une deuxième vision
de l’incapacité.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 07, 2006

Τρία Haiku


Τρία
Haiku

Ι

Μα όσο μεθάς,

αστέρια θ’ αντικρίζεις,

Δαίμων εαυτού.

ΙΙ

Πως να κρατήσεις

τρεις πνοές μόνο μέσα

σε χίλιες λέξεις;

ΙΙΙ

Έφεραν δράκους

που άλλοτε θα τρέμαν

τ’ αχυρένια σκιάχτρα.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 24, 2006

D-Day


Θα παίξω απόψε
δυνατά
μέχρις ότου τα χέρια μου ματώσουν.
Θα αφήσω κάθε παλιά πληγή
να ξανανοίξει,
να τρέξει αίμα άφθονο,
ίνες που σκίζονται,
να βάψουν κόκκινα τα πλήκτρα,
να θυμηθούν λεπίδες,
να θυμηθούν πώς να τις θάψουν
μέσα σε παράθυρα και ζωγραφιές ματιών,

να τις ξεχάσουν

όλες τις στιγμές που θα ‘ρθουν,

να τις μισήσουν πιο πολύ

πιο πολύ από τους άλλους,
πιο πολύ από τις ώρες
που περνάνε στα σκοτάδια,

και να φωνάξουν –
απλώς να φωνάξουν.
Τίποτε άλλο.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 23, 2006

Ένας Χρόνος παρά κάτι


Κατάφωτες συνήθειες
περιδιαβαίνουν
τους διαδρόμους με τις χίλιες πόρτες.
Ανάμεσα στα χείλη
της κάθε κλειδαριάς
ένα μάτι,
αργοσαλεύει,
παλεύει θαρρείς
να βγει έξω από τη μικρή του χαραμάδα,
σα να μη του ‘φτανε το θέαμα
των 18 του ολόκληρων χρόνων.

Αγέννητα τα άλλα μάτια παραμένουν,
αγέννητα μόνο σε σκέψεις
πίσω από τοίχους
και τζάμια νοητά
γεμάτα δαχτυλιές
και αίμα.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 20, 2006

Πρόλογος κι Επίλογος

Prologue

Απάνθρωπος σιγή
ρέει στα χείλη,
κι έπειτα
βάφει τη ματιά μας
με απειλές
για εκατοστά αμέτρητα,
ανέγγιχτα
μαλλιά
...
χρυσάφι.




Epilogue

Ονειρεμένα φάσματα περνάνε μπρος στα μάτια μου
κι όμως ο χρόνος σήμερα διδάσκει μόνο φθόνο:
«Η αλήθεια μου δε βρίσκεται στις λέξεις»
μιλάει το χαμόγελο πικρό και νέο.
Το Τέλος και η Επιστροφή
όλα τ’ αλλάζουν, όλα -
σε μια βδομάδα,
μια ημέρα,
μία ώρα
- όλα.


Πέμπτη, Νοεμβρίου 16, 2006

Έρως



Αν μ’ άφηνε

θα βούταγα τα χέρια μου
βαθιά στη μαύρη λάσπη,
να ζωγραφίσω το κορμί μου
μ’ αιτίες τιποτένιες,
σίδερα, πληγές.


κάθε μου ξύπνημα
θα φάνταζε παλιό,
καθώς οι φλόγες
θα το ‘χαν ήδη αναίτια αγγίξει –
θα το κατέτρωγα κι εγώ
χωρίς ποτέ μου να τ’ αγγίξω,
κι ας απέθετα έπειτα πνοές,
θρήνους – ώριμους πια –
στις τελευταίες του λέξεις.

Αν μ’ άφηνε

θα έδενα τα μάτια μου
για πάντα
άψυχα
να κρέμονται από κρεβάτια ξένα,
άψυχα να ψάχνουν
στις σκιές του ύπνου,
να ψάχνουν τις ψυχές μου μία προς μία,
μήπως και βρουν να δανειστούν
τα θρύψαλα,
μήπως και ψάχνοντας
μπορέσουν ν’ αγναντέψουν λίγο
τη χαμένη λάμψη.

Αν μ’ άφηνε

με μια κιθάρα
θα περνούσα γέφυρες,
και θα στεκόμουν
κάτω απ’ τις πολιτείες,
ακόμα σιγοτραγουδώντας
για μακρινά ταξίδια
και σκοπούς
του τελευταίου γυρισμού
που τώρα τριγυρίζουν μόνο στις νεφέλες…

Τρίτη, Νοεμβρίου 14, 2006

Ψύχος


Αμφίστρωτοι οι δρόμοι,
με χιόνια άπατα
και παγωμένα γιασεμιά,
βυθίζουν στο σκοτάδι
τα πεσμένα φύλλα.
Θάπτονται οι ρίζες,
οι φωνές τους χάνονται,
λευκές, μα όλο χάνονται,
και το πολύτιμο νερό τους
σβήνει…

Κρύσταλλα
κάτω από ξεχασμένη παγωνιά,
ανθίζουν τη βροχή –
νύχτες ολόκληρες περάσανε
που ρίζωναν εκεί βαθιά
με πέταλα υγρά και σάπια.
Πίστεψαν φαίνεται
πως πρώτα αυτά
θα καλωσώριζαν την άνοιξη…

Παρασκευή, Νοεμβρίου 10, 2006

At Home


The time I was a little girl
my smiles were gold and precious.
They winked away the rusty dust,
they winked at every mischief,
they even broke the burden’s wings
and sang the slightest fever.

When mom was just a little girl –
how memorable her eyebrows –
even the smallest fluffy things
were wording sighs on rainbows,
even the railroads leading home
would smell of longing windows…

Children have left so long ago,
their rooms are looking drizzly.
Children whose eyes are raining dim,
children with no expressions.
Children whose pride’s been bent to death
and now is resting restless.

One must be searching for a dream,
once read in colour pages,
the other hides back in the dark
and prays hard to her canvas,
with lightning strikes and cloudy needs
to fill the empty spacings...

Πέμπτη, Νοεμβρίου 09, 2006

Faiblesse

Μια απάντηση-συγγνώμη στην Ιουλιέττα που δεν ξεχνά να μου θυμίζει ακόμα πότε-πότε, πως πρέπει να κοιτώ στα μάτια...


« Il n’y eut rien qu’un éclair jaune près de sa cheville. Il demeura un instant immobile. Il ne cria pas. Il tomba doucement comme tombe un arbre. Ca ne fit même pas de bruit, à cause du sable… »

Tu vois les étoiles noires,
ces sont des rêves.

-garde de silence-
…des rêves?

Des fleurs,
ces sont des fleurs noires
et des épines
sur chaque planète distante!

Pourquoi faire ?
Ces sont des fleurs naïves !

Epanouissement du sang,
c’est pas naïf,
seulement la geste des réflexions suprêmes.

Tais-toi,
et garde tes réflexions maussades !

Pourquoi ?
Pourquoi tu as encore peur des ténèbres ?
C’est moi l’obscure !
C’est moi la peur !

Non, tais-toi !

Allez, rennonce
tes diables,
rennonce moi,
refuse même,
refuse
les œuvres de tes mains !

Non, non, je te refuse jamais !
Jamais…
(c’est comme jamais je ne t’ai vu cruelle…)

C’est juste que je ne puisse pas voir
ma réflexion
sans de lumière…

Κυριακή, Νοεμβρίου 05, 2006

Δεκάλογος


Ι

Κοιτάζω έξω από ένα τζάμι
βρώμικο,
φθαρμένο από κάθε λογής περαστικούς.
Αλήθεια,
τίποτα δε σε προετοιμάζει
για το θέαμα στ’ απέναντι παράθυρο.

ΙΙ

Ένα μικρό αερόπλοιο
πετά προς άγνωστη κατεύθυνση.
Οι χάρτες έχουν καιρό τώρα σκιστεί –
είν άλλωστε παραπλανητικοί...

ΙΙΙ

Απόψε οι ήχοι άναψαν με άσπρο φως
για να τους δει ολόκληρη η πλάση.

ΙV

Στο στήθος μου
ένα κλουβί
με ραγισμένα κάγκελα
(ποιος άραγε τα ράγισε;)
αφήνει ίχνη της πνοής να ξεγλιστρούν
δειλά-δειλά, μες από όπλα μολυβένια.

V

Προχώρησε με θάρρος προς την πύλη.
Ψιθύρισε δυο λέξεις μαγικές,
κι ο φύλακας της μνήμης γονάτισε μπροστά της,
σε μια υπόκλιση,
πετώντας το ξίφος, νικημένος...

VI

Το δάσος έχει ήχους πρωτόγνωρους.
Σε κάθε ξέφωτο θαρρείς
κι ένας διδάσκαλος –
μαθαίνει στα πουλιά
τις λέξεις και τους φθόγγους.


VII

Όσο χαρτί κι αν θέλει κάποιος
να σε ζωγραφίσει,
η πένα μου θα ζητά πάντοτε κι άλλο,
αχόρταγα.

VIII

Ακόμα κι ένα δάκρυ
με κρατά να περιμένω το ξημέρωμα.

IX

Δεν ξέχασα ποτέ
πώς να κοιτώ στα μάτια,
όσες φορές κι αν κοίταξα
θαμπά ονειροφάσματα.

Χ

Έφτασε στ αυτιά μου κάποτε
πως κάποιος κατάφερε
και τραυμάτισε τη Λήθη.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 02, 2006

Το Δάσος


Ο ιππότης κατέβηκε απ το άλογο του,
γονάτισε στο έδαφος
κι άγγιξε το χώμα με τα δάχτυλά του.
Ακούμπησε κάτω τη βαριά του περικεφαλαία
και άρχισε να βγάζει τα κομμάτια της πανοπλίας του,
ένα-ένα,
μέχρι που στο τέλος έμεινε γυμνός.
Τα όπλα του τα πέταξε πιο πέρα σε ένα ποταμάκι.

Καθισμένος στην όχθη
έβρεχε τα πόδια του στα δροσερά νερά,
κι άκουγε το κελάηδισμα των πουλιών
και το θρόισμα των φύλλων...
Σιγά-σιγά βυθίστηκε σε έναν ύπνο βαθύ,
που όσο πήγαινε και βάθαινε περισσότερο, βάθαινε...
σιγά-σιγά έπαψε πια ν’ ακούει τα πουλιά
και τον γλυκό ήχο του νερού,
έπαψε να αισθάνεται το φως και τη θερμότητα του ήλιου˙

Δεν κατάλαβε πότε βράδιασε.

Δεν κατάλαβε ούτε πότε οι εχθροί τον έφτασαν,
ούτε κι όταν έχωναν ένα μαχαίρι
στην κουρασμένη απ τον πόλεμο καρδιά του
και πέταγαν το άψυχο πια σώμα του
στα παγωμένα νερά του ποταμού...






(μάλλον είναι μια ιστορία σε στίχους παρά ένα ποίημα…)


Χωρίς Τίτλο


Η κάθε μέρα μου ξυπνά
με μάτια άυπνα,
κλειστά...
Αέρηδες παράφωνοι
γλιστρούν απ τα σπασμένα τζάμια˙
Ορμούν μέσα μου φύλλα
γυάλλινα,
χαϊδεύουν τα μαλλιά μου,
γεμίζουν το στόμα μου με αλμυρά σημάδια,
γεμίζουν προσευχές
με άδειες λέξεις,
γεμίζουν τους ανθρώπους όλους, όλους –

κι εγώ δεν είμαι πουθενά πια,
ούτε στον ουρανό,
ούτε εκεί˙
βαθιά στη θάλασσα
μαθαίνω να υφαίνω οράματα από κύματα,
μήπως καλύψουν κάποτε
τ’ αρρωστημένο μπλε κορμί
και τ’ άσπρο των ματιών του Τρίτωνα...



Πέμπτη, Οκτωβρίου 26, 2006

Αρχαίου Μονολόγου Τιμωρία



Στεκόταν εκεί
καθώς οι άγριοι κατέσφαζαν,
τους γιούς του Πάρη.
Αυτός τους έκλαψε
με δάκρυ άδειο,
μετανοιωμένος πια που έφερε στην Τροία
μονάχα τη Φωτιά,
το Τίποτα...
Αυτή τους έκλαψε αργότερα,
κρυφά,
καθώς φορούσανε στα χέρια της δεσμά
και αλυσίδες –

..........

Πάει ένας χρόνος τώρα
που έφυγα απ την Τροία...

Είναι πια τα είδωλα θαμπά,
αχνός που τώρα λούζεται
ίσως μονάχα μια θεά,
μαζί με στίχους θρύψαλα
κι αίμα βαθύ από χαμόγελα σπασμένα...

Πάει ένας χρόνος τώρα,
ένας αιώνιος άνεμος –
στιγμή που πέρασε
έξω απ τα τείχη αυτά της πόλης τα ψηλά...
Κι όμως εγώ τον όρκο δεν τον πάτησα –
ακόμα.
Μονάχα φήμες,
φήμες χαρούμενες
έρχονται στ’ αυτιά μου…

Τη σύραν, λέει, πρώτα
μπροστά στους βασιλιάδες τους θνητούς –
απόφαση όμως απ αυτούς
κανείς δεν πήρε…
Όταν αργότερα αποφάσισαν
να πάνε να ζητήσουνε χρησμό
απ τους ολύμπιους θεούς,
λένε πως μήτε ο τίμιος Απόλλωνας
τόλμησε τους οιωνούς που θέλανε να δώσει…

Μα τώρα πια φτάνουν στ’ αυτιά μου ψίθυροι,
τ’ ακούω απ τα παιδιά,
τις πέτρες και τα φύλλα.
Λένε πως, κάποια μέρα, το πρωί,
δεν βρέθηκε αιχμάλωτη στο σκοτεινό κελί της –
λένε πως έγινε καπνός,
άρωμα δέντρων, λουλουδιών,
λένε, λένε…

Μα πες μου Αφροδίτη,
αλήθεια…
δεν πέρασε ούτε ένας χρόνος που φύγαμε...
έτσι δεν είναι;

Τετάρτη, Οκτωβρίου 25, 2006

The Soul-searching Master





Pt. I

Morpheus

Bow,
bashfully,
bow and dance…
A simple command
now that your arms are chained.

For years now
there’s nothing more than that –
and tell me girl, what’s this,
complaint?




Pt. II
Her Majesty Daylight

Tomorrow then,
just go ahead
and make a wish
for all of them
to disappear from sight...

Enthusiasm –
that is, perhaps,
what all the fireworks bring
from time to time…



(photo by Emoryvisit his blog)


Δευτέρα, Οκτωβρίου 23, 2006

IV. Absence


Le palais

Les corridors longs
font échos des réflexions,
écrasant peu en peu
tous les murs antiques qui l’environnent.
Elle continue de pleurer sans crainte,
quand ses tuniques rouillées
accrochées au vestiaire
tombent rouges,
à ses pieds…


Extramuros

Observation intéressante :
Les jardins sont morts.


La Chambre Vide

Il y avait quelque chose bizarre
dans cette chambre.
C’était comme si
même les chiens domestiques
le connaissaient.
Ils s’habituaient à mordre,
éperdument,
les courtines et les meubles d’époque,
comme si ils voulaient gripper la main
de celui qu’il les a, autrefois, touché…


Σάββατο, Οκτωβρίου 21, 2006

II. Stimulation


Divinités de la prime,

caressent les rayons de soleil
qui tombent
doucement,
aux bouts de ses doigts.

En plongeant
dans ses rêves derniers,
elle se rende
aux voix des anges aveugles,
qui coulent des mots,
des lettres charmantes
à ses oreilles…

C’est alors que la chante
c’est toujours des comptines
aux voyelles interdites.

C’est là où les statues ont toujours
des yeux blancs…

Παρασκευή, Οκτωβρίου 20, 2006

I. Honte


Avec son regard
perdu dans le vague,
elle prie au maître Soleil :
“Ô, toi suprême,
brûle leurs yeux,
leurs yeux gloutons!”.

Hélas!
Quand le jour baisse,
l’ombre découse cruellement
ses robes dentelées,
et sa confession contradictoire
se tient captive
par des lierres épineux –
les mêmes qui, autrefois, germaient
innocemment
au-dessous de son balcon haut,
en attendant
attendant la montée
d’un monde de rêves.

“Quel mensonge misérable”,
murmurent les étoiles…


Πέμπτη, Οκτωβρίου 19, 2006

Once upon a time


The old maid was used to it,
sitting at the same corner
and knitting every day.
It’s been too many years now,
than she would like to admit,
too many chained windows
and broken dishes
that needed to be cleaned.

“How pathetic”
she used to say to herself,
“Look, just look at them,
those pitiful young brats.
They’re nothing more
than a bunch of selfish,
ignorant dreamers.”

And thus,
the years went by,
staying by her masters’ will,
cleaning all the sacred books
and caring for all she should,
perhaps forgetting nothing else
but the autumn’s leaves
slowly, slowly piling up
in the house’s backyard.

And now, the time has passed –
some say she’s almost sixty –
her eyes are getting weaker,
her legs are showing signs
of cracks;
and with her feeble pulse
she counts,
she counts,
each and every little yellow leave
the wind might bring
near her lonely window…


Παρασκευή, Οκτωβρίου 13, 2006

La dispute


...

Ησυχία...

Κι όμως Εκείνη
ακόμα δε μπορεί να κοιμηθεί.
Φαντάζει κοιμισμένη ώρα τώρα
μα είναι πάντα εδώ μαζί μου
και με συντροφεύει.

Σκέφτομαι
να τη βοηθήσω – πως; –
να φτάσει τον γλυκό Μορφέα,
σκέφτομαι πώς να την κάνω
να μεθύσει απ τ όνειρο –
και η σκέψη μου αγγίζει...

αγγίζει
νότες και χορδές,
και πλήκτρα,
και φωνές,
αγγίζει,
πλάθοντας μορφές ιδανικές,

καθάριες μελωδίες
να τη συντροφεύουν
μες από θόλους
και περάσματα,
κόβοντας τ αγκάθια
και σκουπίζοντας το έδαφος,
φωτίζοντας να βλέπει
και τις πιο χωμάτινες γωνίες

Το ξέρω πια
πως σαν η μελωδία πάψει
θα ξυπνήσει.
Κι είν η μορφή της εύθραυστη
σαν τύχει και ο ύπνος την αφήσει.

Γι αυτό και παίζω ακόμα,
συνεχίζω,
κι είναι τα χέρια μου βαριά,
τρεμάμενα,
γλιστρούν σιγά-σιγά
και λύνονται˙
λύνονται πια
μα χάνουνε τις νότες.

Και τρέμω,
τρέμω περισσότερο
καθώς η ώρα μου περνά,
μην τύχει και πετάξει, φύγει τ όνειρο
μην τύχει και γυρίσει κι αντικρίσει...
....

Πέμπτη, Οκτωβρίου 12, 2006

Για δύο ποιηματάκια


Θέλω να αγκαλιάσω δύο ποιήματα.
Θέλω να τα αγκαλιάσω σφιχτά, να τα δέσω μεταξύ τους, να γίνουν ένα.
Θέλω να τους ψιθυρίσω στο αυτί
μια τόση δα μικρή ευχή,
κι έπειτα να τ'αφήσω να τραβήξουν μόνα τους το δρόμο.
Και φεύγοντας να ξέρω,
να ξέρω πως δε θα χαθούν ποτέ.

Για δύο ποιηματάκια

Τετάρτη, Οκτωβρίου 11, 2006

Παρασκήνια


Μια κούκλα.
Μια μαριονέττα
ξύλινη,
με άκρα ακατέργαστα,
άτεχνα φτιαγμένα.

Σχοινιά.
Σπάγκοι γεροί,
χοντροί,
σφιχτά δεμένοι,
κόμποι άλυτοι˙ κόμποι.

Μπογιά.
Στο πρόσωπό της,
ανεξίτηλη,
χαμόγελο, μια ζωγραφιά,
βαμμένη˙ κόκκινη.

Κουρτίνες.
Βαθυκόκκινες,
αίμα,
ανάλαφρες κουρτίνες,
σταγόνες˙ κόκκινες.

Ξύλινοι.
Ξύλινοι θεατές
(ή πέτρινοι; ),
ακίνητοι, νεκροί
θεατές˙ κούκλες.

Σάββατο, Οκτωβρίου 07, 2006

Ημικάθαρσις


Φως
Μέσα από λευκές κουρτίνες
διατρέχει τη μορφή της…
Η μνήμη
απ’ το φιλί της Νύχτας
έρχεται
και φεύγει…
Στέκεται πάντα στο παράθυρο,
κι αφήνει τις ακτίνες να τη διαπερνούν.
Η Μνήμη…
Σαν οι μορφές της ζωντανεύουν
δε στρέφει πίσω της το βλέμμα.
Μόνο μαντεύει
μαντεύει τις φωνές
ακούει
κρυφά
αθόρυβα
με την πλάτη πάντα γυρισμένη.
Κι η Επιθυμία πίσω της
αγκαλιάζει ελαφρά,
αδελφικά,
τους γυμνούς της ώμους…



Παρασκευή, Οκτωβρίου 06, 2006

Le Chemin Rouge

 
Mes yeux se ferment
Je me perde…
Je n’existe plus…
Tout un rêve, un ombre.
En arrière, j’écoute
une porte fermant,
pleine de traces, gravée.
Derrière…
qui l’a gravé ?
Je manque la mémoire…
son son se perde
dans le temps...

Maintenant
Dans l’embrasse de la Méduse,
l’atrocité parfait,
des faces exsangues
dans ses larmes –
et puis
elle pleurait
et elle pleurait sans arrête,
sans de l’honte
ou de l’humiliation,
avec son cœur vibrant,
plus forte que jamais,
elle apprenait ses crimes brutaux –
en enfonçant un sabre de plomb
de plus en plus profondément,
dans sa destinée de malheur.

Un sourire triomphant
était dessiné á sa face
belle…


Δευτέρα, Οκτωβρίου 02, 2006

La Poudre

 
Ce matin le ciel a disparu.
Une poudre grosse
couvrait le soleil,
les statues, les jardins,
les yeux,
elle pénétrait les poumons...
Elle tombait comme de l’eau brûlant,
roulait á sa face,
á sa bouche entr’ouverte,
ses cheveux, ses seins –
elle était douloureuse,
insupportable, cette poudre,
suffocant et au même temps irrésistible...
La fille restait toujours là,
en regardant encore le ciel
avec ses yeux inanimés,
en attendant
attendant
la pluie qui ne viendrait jamais…


--------------



Η Σκόνη

Εκείνο το πρωί ο ουρανός εξαφανίστηκε.
Ένα παχύ στρώμα σκόνης
κάλυπτε τον ήλιο,
τα αγάλματα, τους κήπους,
τα μάτια,
διείσδυε στα πνευμόνια...
Έπεφτε σαν καυτό νερό,
κυλούσε στο πρόσωπό της,
στο μισάνοιχτο στόμα της,
στα μαλλιά, στα στήθη –
ήταν επίπονη
ανυπόφορη αυτή η σκόνη,
αποπνικτική και ταυτόχρονα ακαταμάχητη...
Η κοπέλα παρέμενε συνέχεια εκεί,
κοιτάζοντας ακόμα προς τον ουρανό
με μάτια άψυχα,
προσμένοντας
προσμένοντας
τη βροχή που δεν επρόκειτο να ‘ρθει ποτέ....

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 30, 2006

Éphialtès IIème


La malédiction d’Evrydime
une obscurité cruelle
á ta face brutale…
Il t’exaspère,
qu’il ne reste rien à commettre maintenant –
la lumière a laissé leurs yeux
définitivement.
Blasphème, ne marche pas
dans leurs rêves – mes rêves –
tu les endormiras au cauchemar –
tu les réveilleras en tremblant.
Les Thermopyles sont fermées pour toi
avec ton nom jusque gravé
á une plaque malpropre et noir:
“Il sera toujours ici”

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 29, 2006

Septicémie


Ton cœur c’est un vampire,
c’est un cadavre,
un corps nu misérable,
laissé á décomposer
par le bruit froid de rire…
Toutes fleurs sauvages –
écoute-moi poète! –
seulement une peinture murale
pour mettre ta morale sur place.
Tu m’égouttes
et je t’embrasse –
tu es vraiment dégoûtant, Cauchemar…
ne m’abandonne pas…


Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 27, 2006

Le tribunal de Troie

(Birth of Venus (Aphrodite) Sandro Botticelli, Oil on canvas, c. 1485, Uffizi, Florence)



Le ciel est vert le jour du tribunal,
presque vertical comme toujours…
Des gens et des plumes abandonnées
envahissent l’espace,
entre des écritures anciennes,
des hymnes et des triomphes
(tous rentrent triomphants
á leur premier visite).

Quel rythme magnifique
et quelle sonnerie,
messieurs-dames,
tous entendez:
C’est le tribunal de Troie !
Elle va finalement arriver,
avec son couronne d’or,
et sa tunique noire -
les magistrats lui saluent
comme un ami de cœur.

“Silence!”

c’est la voix de l’ordonné archange,

“Oh la – qui va juger la beauté ?”
La cour se résolve,
á notre prochaine séance...






[και η απάντηση μιας άλλης Ιουλιέττας]

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 25, 2006

Το Χρυσαφένιο Όνειρο


Σαν κατέφτασε ο πρίγκιπας
τα βρήκε όλα ρημαγμένα,
ερειπωμένα...

Οι αυλικοί κείτονταν νεκροί
σε διαδρόμους, πυργίσκους και πολεμίστρες,
με μάτια ανοιχτά,
ορθάνοιχτα απ το φρικτό θέαμα που αντίκρισαν.

Οι κυρίες των τιμών με τα λαμπερά τους φορέματα,
αρκούμενες όπως πάντα στα πλούτη τους,
επέπλεαν πνιγμένες σε λίμνες από κόκκινο κρασί
και κοφτερά μαργαριτάρια.

Η βασιλική φρουρά, ένδοξη κατά τη γενική ομολογία,
διακρινόταν μέχρι τελευταίου κοκάλου
για την ανδρεία της,
και οι πολεμιστές χαμογελούσαν ακόμη με αυτοπεποίθηση
μέσα απ’ ασημένιες ποικιλοστόλιστες περικεφαλαίες.

Ο Βασιλιάς, καθισμένος ακόμα στο θρόνο του,
απτόητος άρχων,
με ένα χρυσό περίτεχνο στιλέτο καρφωμένο στο στήθος του,
επέβλεπε ακόμα τους βασιλικούς κήπους,
με τα περίλαμπρα και αξιοθαύμαστα ψυχαγωγικά θεάματα,
τα φερμένα εκ της μακρινής ανατολής
την εποχή των μεγάλων κατακτήσεων...

Η Βασίλισσα˙
διακριτική και ταπεινή καθώς συνήθιζε,
μεταμορφωμένη σε μια μικρή όμορφη δαχτυλήθρα
εξαφανισμένη θαρρούσες εντελώς μέσα στα ψηλά χορτάρια,
σαν να θαύμαζε την καινούρια της αυτή στρογγυλή
υψηλή προοπτική...

Σαν έφτασε ο πρίγκιπας εκείνο το πρωί,
τίποτα απ όλα αυτά δεν τον περίμενε.
Είχαν όλα χαθεί στον άνεμο...

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 23, 2006

Ο Φτερωτός Άνθρωπος

(Albrecht DÜRER 1497 Winged Man, in Idealistic Clothing, Playing a Lute)



Κάποτε, γεννήθηκε ένας Άνθρωπος που νόμιζε πως έχει φτερά. Όλοι οι άλλοι άνθρωποι που τον έβλεπαν και τον άκουγαν να το λέει τον κορόιδευαν, λέγοντας του περιπαιχτικά “Αφού λοιπόν έχεις φτερά, τότε γιατί δεν μπορείς να πετάξεις;”. Ο Άνθρωπος έσκυβε το κεφάλι και συνέχιζε το δρόμο του, χωρίς ποτέ να σταματήσει να πιστεύει πως έχει φτερά.

Μια μέρα όμως, από εκείνες τις μέρες που ο ήλιος είναι στις μεγαλύτερές του δόξες, τότε που συνηθίζουν να συμβαίνουν όλα τα περίεργα πράγματα στον κόσμο ετούτο, ως δια μαγείας, ο Άνθρωπος αυτός - αρχίζοντας να αιωρείται στην αρχή μόλις μερικά εκατοστά πάνω απ το έδαφος κι έπειτα να υψώνεται στον αέρα όλο και ψηλότερα - πέταξε!

Τότε όλοι οι άνθρωποι τον είδαν, και τον θαύμασαν.

Ο Άνθρωπος πέταγε κι όλο πέταγε, σε καινούρια μέρη και σε καινούριους ουρανούς. Και είδε χρώματα πρωτόγνωρα και γνώρισε κι άλλους Ανθρώπους φτερωτούς, όμοιους με αυτόν.

Ένιωσε τότε πραγματικά ευτυχής.

Κάποτε όμως ο Άνθρωπος αποφάσισε να επισκεφτεί κάποιον από τους ανθρώπους κάτω, στη Γη, έναν από εκείνους τους λίγους που θεωρούνται γνώστες των πάντων και συνηθίζουν να ονομάζονται «σοφοί».

Και πράγματι, ο Άνθρωπος μαγεύτηκε από τις γνώσεις του σοφού και πίστεψε βαθιά σε αυτόν. Όταν λοιπόν ρώτησε κάποια μέρα το σοφό, γιατί μερικοί άνθρωποι μπορούν και πετούν, τότε αυτός, νομίζοντας πως κατέχει κάθε γνώση, απάντησε πως στ’ αλήθεια κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να πετάξει

Τόσο πολύ είχε πιστέψει ο Άνθρωπος σε αυτόν που σκέφτηκε πως, αφού κανένας δεν μπορεί να πετάξει, τότε ούτε και ο ίδιος μπορούσε.

Έτσι, από εκείνη την ημέρα, ο άνθρωπος έμεινε καθηλωμένος στη Γη και ποτέ του δεν μπόρεσε να ξαναπετάξει. Και έτσι θα μένει εκεί, ριζωμένος στο χώμα και στα λόγια των σοφών, μέχρι κάποια μέρα, από εκείνες που ο ήλιος είναι στις μεγαλύτερές του δόξες, τότε που συνηθίζουν να συμβαίνουν όλα τα περίεργα και θαυμαστά πράγματα σε αυτόν εδώ τον κόσμο, να αποφασίσει να ξανανοίξει τα μαγικά του φτερά και να ανακαλύψει ότι ίσως τελικά μπορεί και πάλι να πετάει...




Dédié aux Anges d’Athènes και σε όσους ακόμα νομίζουν καμιά φορά πως έχουν ένα ζευγάρι φτερά να εξέχει πίσω απ τους ώμους τους...

Με αγάπη
Ραψωδία


 

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 20, 2006

Πάμε μια βόλτα στη βροχή


 La pluie - si merveilleuse!
Sembles aux fantômes de divinités et de cultes oubliés. Zeus, Jupiter, Ishkur, Taranis, elle s’appelait par les gens des époques anciennes. Elle inspirait la peur et l’admiration, c’était l’inconnu et l’intervention salutaire…
Maintenant, ce qu’il reste c’est seulement des traces de la mémoire - le respect et l’appréciation, les enseignements de nos ancêtres, sont indéfiniment perdus.
Les gens ont oublié…

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 19, 2006

Καλοκαιρινό σε Ντο# (ποιηματάκι που ξέθαψα προσφάτως από το καλοκαίρι που μας πέρασε)

Ψίθυρος από γύρισμα σελίδας˙
Γέλια, λάθη μικρά
και χέρια που ακουμπούν,
τυχαία,
γλιστρώντας σε μαύρα, άσπρα,
μικρά, ξύλινα...

Ένα, δύο, τρία...
Ένα, δύο...
[Παύση]
Και ξανά

Σαν η ζεστή καλοκαιριάτικη σκόνη να υποχωρεί –
στιγμιαία πάντα –
μέχρι να την προλάβει βίαια η σιωπή.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 17, 2006

Elle était toujours là (Hymne)


 Elle était toujours là, la poète. Entre les pauvres et les poubelles, entre de fleurs impitoyables et des amours peut-être non-existants… Parfois, elle savait, il existait même des autres poètes qui connaissaient les essences et les bruits nocturnes.
Elle ne faisait pas plaisir de cette morale.
Elle n’était jamais là…


Avenue de Siblas

 J’aime les regarder
Quand elles marchent,
Les chansons tristes.
Chantées, charmées par un gamin,
De ces qui te surveillent chaque nuit
Et cette nuit là
Et la nuit prochaine…

Les chansons séduisantes,
Tu les connais?
Ces qui te doublent
Proche de petites places
Avec des pas précieux
Et des voix éloignées,
Implacablement funèbres.

Tu le connais?
J’en rêve,
L’instance de rencontre,
Non, non, laisse-la, tu dis…
Ce sont des chansons étrangères,
Tout à fait aliénées,
Tu le connais?

Ca suffit seulement,
Les regarder
En traversant l’avenue de Siblas


(15-09-06)

Το πρώτο μου post

Αλήθεια, δεν ξέρω ποιός είναι ο πραγματικός λόγος δημιουργίας αυτού του Blog.  Ίσως για να γράφω πράγματα που θα ήταν αταίριαστο να τα γράψω οπουδήποτε αλλού, ίσως για να ανεβάζω ποιήματα που αλλιώς ίσως και να μην έβγαιναν στο φως... στην πορεία θα δείξει! Άλλωστε όταν έχεις μια παρουσία στο διαδίκτυο, έστω και περιορισμένη,
νομίζω επιβάλεται να έχεις πλέον και τον προσωπικό σου χώρο, ένα μικρό σου ίχνος στο αχανές πέλαγος των αμέτρητων ιστοσελίδων ;)
Cheers και καλή αρχή!

Ραψωδία