Σάββατο, Σεπτεμβρίου 30, 2006

Éphialtès IIème


La malédiction d’Evrydime
une obscurité cruelle
á ta face brutale…
Il t’exaspère,
qu’il ne reste rien à commettre maintenant –
la lumière a laissé leurs yeux
définitivement.
Blasphème, ne marche pas
dans leurs rêves – mes rêves –
tu les endormiras au cauchemar –
tu les réveilleras en tremblant.
Les Thermopyles sont fermées pour toi
avec ton nom jusque gravé
á une plaque malpropre et noir:
“Il sera toujours ici”

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 29, 2006

Septicémie


Ton cœur c’est un vampire,
c’est un cadavre,
un corps nu misérable,
laissé á décomposer
par le bruit froid de rire…
Toutes fleurs sauvages –
écoute-moi poète! –
seulement une peinture murale
pour mettre ta morale sur place.
Tu m’égouttes
et je t’embrasse –
tu es vraiment dégoûtant, Cauchemar…
ne m’abandonne pas…


Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 27, 2006

Le tribunal de Troie

(Birth of Venus (Aphrodite) Sandro Botticelli, Oil on canvas, c. 1485, Uffizi, Florence)



Le ciel est vert le jour du tribunal,
presque vertical comme toujours…
Des gens et des plumes abandonnées
envahissent l’espace,
entre des écritures anciennes,
des hymnes et des triomphes
(tous rentrent triomphants
á leur premier visite).

Quel rythme magnifique
et quelle sonnerie,
messieurs-dames,
tous entendez:
C’est le tribunal de Troie !
Elle va finalement arriver,
avec son couronne d’or,
et sa tunique noire -
les magistrats lui saluent
comme un ami de cœur.

“Silence!”

c’est la voix de l’ordonné archange,

“Oh la – qui va juger la beauté ?”
La cour se résolve,
á notre prochaine séance...






[και η απάντηση μιας άλλης Ιουλιέττας]

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 25, 2006

Το Χρυσαφένιο Όνειρο


Σαν κατέφτασε ο πρίγκιπας
τα βρήκε όλα ρημαγμένα,
ερειπωμένα...

Οι αυλικοί κείτονταν νεκροί
σε διαδρόμους, πυργίσκους και πολεμίστρες,
με μάτια ανοιχτά,
ορθάνοιχτα απ το φρικτό θέαμα που αντίκρισαν.

Οι κυρίες των τιμών με τα λαμπερά τους φορέματα,
αρκούμενες όπως πάντα στα πλούτη τους,
επέπλεαν πνιγμένες σε λίμνες από κόκκινο κρασί
και κοφτερά μαργαριτάρια.

Η βασιλική φρουρά, ένδοξη κατά τη γενική ομολογία,
διακρινόταν μέχρι τελευταίου κοκάλου
για την ανδρεία της,
και οι πολεμιστές χαμογελούσαν ακόμη με αυτοπεποίθηση
μέσα απ’ ασημένιες ποικιλοστόλιστες περικεφαλαίες.

Ο Βασιλιάς, καθισμένος ακόμα στο θρόνο του,
απτόητος άρχων,
με ένα χρυσό περίτεχνο στιλέτο καρφωμένο στο στήθος του,
επέβλεπε ακόμα τους βασιλικούς κήπους,
με τα περίλαμπρα και αξιοθαύμαστα ψυχαγωγικά θεάματα,
τα φερμένα εκ της μακρινής ανατολής
την εποχή των μεγάλων κατακτήσεων...

Η Βασίλισσα˙
διακριτική και ταπεινή καθώς συνήθιζε,
μεταμορφωμένη σε μια μικρή όμορφη δαχτυλήθρα
εξαφανισμένη θαρρούσες εντελώς μέσα στα ψηλά χορτάρια,
σαν να θαύμαζε την καινούρια της αυτή στρογγυλή
υψηλή προοπτική...

Σαν έφτασε ο πρίγκιπας εκείνο το πρωί,
τίποτα απ όλα αυτά δεν τον περίμενε.
Είχαν όλα χαθεί στον άνεμο...

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 23, 2006

Ο Φτερωτός Άνθρωπος

(Albrecht DÜRER 1497 Winged Man, in Idealistic Clothing, Playing a Lute)



Κάποτε, γεννήθηκε ένας Άνθρωπος που νόμιζε πως έχει φτερά. Όλοι οι άλλοι άνθρωποι που τον έβλεπαν και τον άκουγαν να το λέει τον κορόιδευαν, λέγοντας του περιπαιχτικά “Αφού λοιπόν έχεις φτερά, τότε γιατί δεν μπορείς να πετάξεις;”. Ο Άνθρωπος έσκυβε το κεφάλι και συνέχιζε το δρόμο του, χωρίς ποτέ να σταματήσει να πιστεύει πως έχει φτερά.

Μια μέρα όμως, από εκείνες τις μέρες που ο ήλιος είναι στις μεγαλύτερές του δόξες, τότε που συνηθίζουν να συμβαίνουν όλα τα περίεργα πράγματα στον κόσμο ετούτο, ως δια μαγείας, ο Άνθρωπος αυτός - αρχίζοντας να αιωρείται στην αρχή μόλις μερικά εκατοστά πάνω απ το έδαφος κι έπειτα να υψώνεται στον αέρα όλο και ψηλότερα - πέταξε!

Τότε όλοι οι άνθρωποι τον είδαν, και τον θαύμασαν.

Ο Άνθρωπος πέταγε κι όλο πέταγε, σε καινούρια μέρη και σε καινούριους ουρανούς. Και είδε χρώματα πρωτόγνωρα και γνώρισε κι άλλους Ανθρώπους φτερωτούς, όμοιους με αυτόν.

Ένιωσε τότε πραγματικά ευτυχής.

Κάποτε όμως ο Άνθρωπος αποφάσισε να επισκεφτεί κάποιον από τους ανθρώπους κάτω, στη Γη, έναν από εκείνους τους λίγους που θεωρούνται γνώστες των πάντων και συνηθίζουν να ονομάζονται «σοφοί».

Και πράγματι, ο Άνθρωπος μαγεύτηκε από τις γνώσεις του σοφού και πίστεψε βαθιά σε αυτόν. Όταν λοιπόν ρώτησε κάποια μέρα το σοφό, γιατί μερικοί άνθρωποι μπορούν και πετούν, τότε αυτός, νομίζοντας πως κατέχει κάθε γνώση, απάντησε πως στ’ αλήθεια κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να πετάξει

Τόσο πολύ είχε πιστέψει ο Άνθρωπος σε αυτόν που σκέφτηκε πως, αφού κανένας δεν μπορεί να πετάξει, τότε ούτε και ο ίδιος μπορούσε.

Έτσι, από εκείνη την ημέρα, ο άνθρωπος έμεινε καθηλωμένος στη Γη και ποτέ του δεν μπόρεσε να ξαναπετάξει. Και έτσι θα μένει εκεί, ριζωμένος στο χώμα και στα λόγια των σοφών, μέχρι κάποια μέρα, από εκείνες που ο ήλιος είναι στις μεγαλύτερές του δόξες, τότε που συνηθίζουν να συμβαίνουν όλα τα περίεργα και θαυμαστά πράγματα σε αυτόν εδώ τον κόσμο, να αποφασίσει να ξανανοίξει τα μαγικά του φτερά και να ανακαλύψει ότι ίσως τελικά μπορεί και πάλι να πετάει...




Dédié aux Anges d’Athènes και σε όσους ακόμα νομίζουν καμιά φορά πως έχουν ένα ζευγάρι φτερά να εξέχει πίσω απ τους ώμους τους...

Με αγάπη
Ραψωδία


 

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 20, 2006

Πάμε μια βόλτα στη βροχή


 La pluie - si merveilleuse!
Sembles aux fantômes de divinités et de cultes oubliés. Zeus, Jupiter, Ishkur, Taranis, elle s’appelait par les gens des époques anciennes. Elle inspirait la peur et l’admiration, c’était l’inconnu et l’intervention salutaire…
Maintenant, ce qu’il reste c’est seulement des traces de la mémoire - le respect et l’appréciation, les enseignements de nos ancêtres, sont indéfiniment perdus.
Les gens ont oublié…

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 19, 2006

Καλοκαιρινό σε Ντο# (ποιηματάκι που ξέθαψα προσφάτως από το καλοκαίρι που μας πέρασε)

Ψίθυρος από γύρισμα σελίδας˙
Γέλια, λάθη μικρά
και χέρια που ακουμπούν,
τυχαία,
γλιστρώντας σε μαύρα, άσπρα,
μικρά, ξύλινα...

Ένα, δύο, τρία...
Ένα, δύο...
[Παύση]
Και ξανά

Σαν η ζεστή καλοκαιριάτικη σκόνη να υποχωρεί –
στιγμιαία πάντα –
μέχρι να την προλάβει βίαια η σιωπή.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 17, 2006

Elle était toujours là (Hymne)


 Elle était toujours là, la poète. Entre les pauvres et les poubelles, entre de fleurs impitoyables et des amours peut-être non-existants… Parfois, elle savait, il existait même des autres poètes qui connaissaient les essences et les bruits nocturnes.
Elle ne faisait pas plaisir de cette morale.
Elle n’était jamais là…


Avenue de Siblas

 J’aime les regarder
Quand elles marchent,
Les chansons tristes.
Chantées, charmées par un gamin,
De ces qui te surveillent chaque nuit
Et cette nuit là
Et la nuit prochaine…

Les chansons séduisantes,
Tu les connais?
Ces qui te doublent
Proche de petites places
Avec des pas précieux
Et des voix éloignées,
Implacablement funèbres.

Tu le connais?
J’en rêve,
L’instance de rencontre,
Non, non, laisse-la, tu dis…
Ce sont des chansons étrangères,
Tout à fait aliénées,
Tu le connais?

Ca suffit seulement,
Les regarder
En traversant l’avenue de Siblas


(15-09-06)

Το πρώτο μου post

Αλήθεια, δεν ξέρω ποιός είναι ο πραγματικός λόγος δημιουργίας αυτού του Blog.  Ίσως για να γράφω πράγματα που θα ήταν αταίριαστο να τα γράψω οπουδήποτε αλλού, ίσως για να ανεβάζω ποιήματα που αλλιώς ίσως και να μην έβγαιναν στο φως... στην πορεία θα δείξει! Άλλωστε όταν έχεις μια παρουσία στο διαδίκτυο, έστω και περιορισμένη,
νομίζω επιβάλεται να έχεις πλέον και τον προσωπικό σου χώρο, ένα μικρό σου ίχνος στο αχανές πέλαγος των αμέτρητων ιστοσελίδων ;)
Cheers και καλή αρχή!

Ραψωδία