Παρασκευή, Νοεμβρίου 24, 2006

D-Day


Θα παίξω απόψε
δυνατά
μέχρις ότου τα χέρια μου ματώσουν.
Θα αφήσω κάθε παλιά πληγή
να ξανανοίξει,
να τρέξει αίμα άφθονο,
ίνες που σκίζονται,
να βάψουν κόκκινα τα πλήκτρα,
να θυμηθούν λεπίδες,
να θυμηθούν πώς να τις θάψουν
μέσα σε παράθυρα και ζωγραφιές ματιών,

να τις ξεχάσουν

όλες τις στιγμές που θα ‘ρθουν,

να τις μισήσουν πιο πολύ

πιο πολύ από τους άλλους,
πιο πολύ από τις ώρες
που περνάνε στα σκοτάδια,

και να φωνάξουν –
απλώς να φωνάξουν.
Τίποτε άλλο.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 23, 2006

Ένας Χρόνος παρά κάτι


Κατάφωτες συνήθειες
περιδιαβαίνουν
τους διαδρόμους με τις χίλιες πόρτες.
Ανάμεσα στα χείλη
της κάθε κλειδαριάς
ένα μάτι,
αργοσαλεύει,
παλεύει θαρρείς
να βγει έξω από τη μικρή του χαραμάδα,
σα να μη του ‘φτανε το θέαμα
των 18 του ολόκληρων χρόνων.

Αγέννητα τα άλλα μάτια παραμένουν,
αγέννητα μόνο σε σκέψεις
πίσω από τοίχους
και τζάμια νοητά
γεμάτα δαχτυλιές
και αίμα.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 20, 2006

Πρόλογος κι Επίλογος

Prologue

Απάνθρωπος σιγή
ρέει στα χείλη,
κι έπειτα
βάφει τη ματιά μας
με απειλές
για εκατοστά αμέτρητα,
ανέγγιχτα
μαλλιά
...
χρυσάφι.




Epilogue

Ονειρεμένα φάσματα περνάνε μπρος στα μάτια μου
κι όμως ο χρόνος σήμερα διδάσκει μόνο φθόνο:
«Η αλήθεια μου δε βρίσκεται στις λέξεις»
μιλάει το χαμόγελο πικρό και νέο.
Το Τέλος και η Επιστροφή
όλα τ’ αλλάζουν, όλα -
σε μια βδομάδα,
μια ημέρα,
μία ώρα
- όλα.


Πέμπτη, Νοεμβρίου 16, 2006

Έρως



Αν μ’ άφηνε

θα βούταγα τα χέρια μου
βαθιά στη μαύρη λάσπη,
να ζωγραφίσω το κορμί μου
μ’ αιτίες τιποτένιες,
σίδερα, πληγές.


κάθε μου ξύπνημα
θα φάνταζε παλιό,
καθώς οι φλόγες
θα το ‘χαν ήδη αναίτια αγγίξει –
θα το κατέτρωγα κι εγώ
χωρίς ποτέ μου να τ’ αγγίξω,
κι ας απέθετα έπειτα πνοές,
θρήνους – ώριμους πια –
στις τελευταίες του λέξεις.

Αν μ’ άφηνε

θα έδενα τα μάτια μου
για πάντα
άψυχα
να κρέμονται από κρεβάτια ξένα,
άψυχα να ψάχνουν
στις σκιές του ύπνου,
να ψάχνουν τις ψυχές μου μία προς μία,
μήπως και βρουν να δανειστούν
τα θρύψαλα,
μήπως και ψάχνοντας
μπορέσουν ν’ αγναντέψουν λίγο
τη χαμένη λάμψη.

Αν μ’ άφηνε

με μια κιθάρα
θα περνούσα γέφυρες,
και θα στεκόμουν
κάτω απ’ τις πολιτείες,
ακόμα σιγοτραγουδώντας
για μακρινά ταξίδια
και σκοπούς
του τελευταίου γυρισμού
που τώρα τριγυρίζουν μόνο στις νεφέλες…

Τρίτη, Νοεμβρίου 14, 2006

Ψύχος


Αμφίστρωτοι οι δρόμοι,
με χιόνια άπατα
και παγωμένα γιασεμιά,
βυθίζουν στο σκοτάδι
τα πεσμένα φύλλα.
Θάπτονται οι ρίζες,
οι φωνές τους χάνονται,
λευκές, μα όλο χάνονται,
και το πολύτιμο νερό τους
σβήνει…

Κρύσταλλα
κάτω από ξεχασμένη παγωνιά,
ανθίζουν τη βροχή –
νύχτες ολόκληρες περάσανε
που ρίζωναν εκεί βαθιά
με πέταλα υγρά και σάπια.
Πίστεψαν φαίνεται
πως πρώτα αυτά
θα καλωσώριζαν την άνοιξη…

Παρασκευή, Νοεμβρίου 10, 2006

At Home


The time I was a little girl
my smiles were gold and precious.
They winked away the rusty dust,
they winked at every mischief,
they even broke the burden’s wings
and sang the slightest fever.

When mom was just a little girl –
how memorable her eyebrows –
even the smallest fluffy things
were wording sighs on rainbows,
even the railroads leading home
would smell of longing windows…

Children have left so long ago,
their rooms are looking drizzly.
Children whose eyes are raining dim,
children with no expressions.
Children whose pride’s been bent to death
and now is resting restless.

One must be searching for a dream,
once read in colour pages,
the other hides back in the dark
and prays hard to her canvas,
with lightning strikes and cloudy needs
to fill the empty spacings...

Πέμπτη, Νοεμβρίου 09, 2006

Faiblesse

Μια απάντηση-συγγνώμη στην Ιουλιέττα που δεν ξεχνά να μου θυμίζει ακόμα πότε-πότε, πως πρέπει να κοιτώ στα μάτια...


« Il n’y eut rien qu’un éclair jaune près de sa cheville. Il demeura un instant immobile. Il ne cria pas. Il tomba doucement comme tombe un arbre. Ca ne fit même pas de bruit, à cause du sable… »

Tu vois les étoiles noires,
ces sont des rêves.

-garde de silence-
…des rêves?

Des fleurs,
ces sont des fleurs noires
et des épines
sur chaque planète distante!

Pourquoi faire ?
Ces sont des fleurs naïves !

Epanouissement du sang,
c’est pas naïf,
seulement la geste des réflexions suprêmes.

Tais-toi,
et garde tes réflexions maussades !

Pourquoi ?
Pourquoi tu as encore peur des ténèbres ?
C’est moi l’obscure !
C’est moi la peur !

Non, tais-toi !

Allez, rennonce
tes diables,
rennonce moi,
refuse même,
refuse
les œuvres de tes mains !

Non, non, je te refuse jamais !
Jamais…
(c’est comme jamais je ne t’ai vu cruelle…)

C’est juste que je ne puisse pas voir
ma réflexion
sans de lumière…

Κυριακή, Νοεμβρίου 05, 2006

Δεκάλογος


Ι

Κοιτάζω έξω από ένα τζάμι
βρώμικο,
φθαρμένο από κάθε λογής περαστικούς.
Αλήθεια,
τίποτα δε σε προετοιμάζει
για το θέαμα στ’ απέναντι παράθυρο.

ΙΙ

Ένα μικρό αερόπλοιο
πετά προς άγνωστη κατεύθυνση.
Οι χάρτες έχουν καιρό τώρα σκιστεί –
είν άλλωστε παραπλανητικοί...

ΙΙΙ

Απόψε οι ήχοι άναψαν με άσπρο φως
για να τους δει ολόκληρη η πλάση.

ΙV

Στο στήθος μου
ένα κλουβί
με ραγισμένα κάγκελα
(ποιος άραγε τα ράγισε;)
αφήνει ίχνη της πνοής να ξεγλιστρούν
δειλά-δειλά, μες από όπλα μολυβένια.

V

Προχώρησε με θάρρος προς την πύλη.
Ψιθύρισε δυο λέξεις μαγικές,
κι ο φύλακας της μνήμης γονάτισε μπροστά της,
σε μια υπόκλιση,
πετώντας το ξίφος, νικημένος...

VI

Το δάσος έχει ήχους πρωτόγνωρους.
Σε κάθε ξέφωτο θαρρείς
κι ένας διδάσκαλος –
μαθαίνει στα πουλιά
τις λέξεις και τους φθόγγους.


VII

Όσο χαρτί κι αν θέλει κάποιος
να σε ζωγραφίσει,
η πένα μου θα ζητά πάντοτε κι άλλο,
αχόρταγα.

VIII

Ακόμα κι ένα δάκρυ
με κρατά να περιμένω το ξημέρωμα.

IX

Δεν ξέχασα ποτέ
πώς να κοιτώ στα μάτια,
όσες φορές κι αν κοίταξα
θαμπά ονειροφάσματα.

Χ

Έφτασε στ αυτιά μου κάποτε
πως κάποιος κατάφερε
και τραυμάτισε τη Λήθη.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 02, 2006

Το Δάσος


Ο ιππότης κατέβηκε απ το άλογο του,
γονάτισε στο έδαφος
κι άγγιξε το χώμα με τα δάχτυλά του.
Ακούμπησε κάτω τη βαριά του περικεφαλαία
και άρχισε να βγάζει τα κομμάτια της πανοπλίας του,
ένα-ένα,
μέχρι που στο τέλος έμεινε γυμνός.
Τα όπλα του τα πέταξε πιο πέρα σε ένα ποταμάκι.

Καθισμένος στην όχθη
έβρεχε τα πόδια του στα δροσερά νερά,
κι άκουγε το κελάηδισμα των πουλιών
και το θρόισμα των φύλλων...
Σιγά-σιγά βυθίστηκε σε έναν ύπνο βαθύ,
που όσο πήγαινε και βάθαινε περισσότερο, βάθαινε...
σιγά-σιγά έπαψε πια ν’ ακούει τα πουλιά
και τον γλυκό ήχο του νερού,
έπαψε να αισθάνεται το φως και τη θερμότητα του ήλιου˙

Δεν κατάλαβε πότε βράδιασε.

Δεν κατάλαβε ούτε πότε οι εχθροί τον έφτασαν,
ούτε κι όταν έχωναν ένα μαχαίρι
στην κουρασμένη απ τον πόλεμο καρδιά του
και πέταγαν το άψυχο πια σώμα του
στα παγωμένα νερά του ποταμού...






(μάλλον είναι μια ιστορία σε στίχους παρά ένα ποίημα…)


Χωρίς Τίτλο


Η κάθε μέρα μου ξυπνά
με μάτια άυπνα,
κλειστά...
Αέρηδες παράφωνοι
γλιστρούν απ τα σπασμένα τζάμια˙
Ορμούν μέσα μου φύλλα
γυάλλινα,
χαϊδεύουν τα μαλλιά μου,
γεμίζουν το στόμα μου με αλμυρά σημάδια,
γεμίζουν προσευχές
με άδειες λέξεις,
γεμίζουν τους ανθρώπους όλους, όλους –

κι εγώ δεν είμαι πουθενά πια,
ούτε στον ουρανό,
ούτε εκεί˙
βαθιά στη θάλασσα
μαθαίνω να υφαίνω οράματα από κύματα,
μήπως καλύψουν κάποτε
τ’ αρρωστημένο μπλε κορμί
και τ’ άσπρο των ματιών του Τρίτωνα...