Πέμπτη, Αυγούστου 16, 2007

Time Forth


My motion lies

in the middle of the first echo,

when the hand reaches for his short breath

and loosely slips lower,

his face to liberate.


My thoughts

make the day turn into a yellowish leaf -

it smells like the fire from the mountains.

They cover the sun

like the thick African dust -

fountains of brown smoke over the city

come to drown them all.


My motion slows down

as the eyes turn away from the windows.

They know someday they'll make their vows -

barely forgiven for their cheap emotions,

barely still searching for a broken sun.


Τρίτη, Ιουλίου 03, 2007

Info for the mass

Η ποίηση δε μου πάει και πολύ καλά τελευταία. Κάπου αφήνει κενά. Κάπου δε μ'αρέσουν αυτά που γράφω πια. Κάπου δε με αγγίζει όσο παλιά. Κάπου κλείνω, κάπου ανοίγω καινούρια πράγματα. Δεν ξέρω αν θα ξαναγράψω όπως έγραφα. Μάλλον όχι, αλλά δεν πειράζει. Οι άνθρωποι αλλάζουν, τους αλλάζει η ζωή τους, τους αλλάζουν οι άλλοι, και καμιά φορά απλώς αποφασίζουν οι ίδιοι να αλλάξουν και απλώς το κάνουν. Προς το παρόν δεν επιθυμώ να με αλλάζουν οι άλλοι, οπότε διάλεξα να αλλάξω τον εαυτό μου όπως αρέσει σε μένα και όπως κρίνω πως θα τον κάνω δυνατότερο. 18 χρόνια εμπειρίας είναι λίγα, πολύ λίγα άλλωστε.

Η Ραψωδία πάντως παραμένει εδώ. Θα συνεχίσει να γράφει αν και μάλλον όχι τόσο συχνά όσο συνήθιζε (άλλωστε το έχει αφήσει αρκετά το blog αυτό τελευταία).

Ο άλλος μου εαυτός, το Γκικόψαρο, από την άλλη, αποφάσισε να αποκολληθεί και να προσπαθήσει να εκφραστεί αυτόνομα. Νομίζω το κατάφερε κάπως. Όπως και να χει δεν ταιριάζει και πολύ στο υποτιθέμενο "σοβαρό ποιητικό περιβάλλον" αυτού του blog, οπότε αποφάσισε να μετακομίσει στους καινούριους βυθούς του wordpress. Όποιος θέλει μπορεί να το επισκέπτεται εδώ.
(Επίσης αποφάσισε να μιλάει αγγλικά και να γίνει international).

Πέμπτη, Ιουνίου 28, 2007

Or...

Do not dare
to descend nor highlight.

It's the mother of my nightmares, the Mourn.
But it just doesn't seem right,
it's worse than the spikes
we so advisedly could decide to throw ourselves at.

Only yesterday,
in that rainy daylight
where I was letting myself unprotected,
I said 'no -

- nothing 's a good buy.
But the oracles never saw it brighter or worse
than it always really was.'

Do not force it.
Like the waterdrops
racing down my forehead,
blistering through my eyes -
they'll just fall,
one by one.

'Thou shall wait for the end.'

Lies.
There is no end,
as there was never a beginning for this world.

[so I 'm thinking of that girl in Beirut
who's writing love songs,
while the thunder strikes
next to her window,
on the city, on the street, on the mass,
on her dear brother.
She's not afraid of anything -
not any more.]

Τετάρτη, Μαΐου 09, 2007

Freestate

“Freestate”

And I thought I'd run around
under this transparent sky I've made,
that looks like snow, in purple, red
and white -
I mean, like forever (from now on).

And I thought, hey, just give it a try for once
again -
this is no snow that's falling from the sky.
It's too early and too late for such a thing to happen,
but either way, the distance does remain all the same
taken from the centre of the circle.

After all, I didn't really make any of it.
Go figure, I didn't even dream of it.
[Fell for it, for sure, I tell you,
but it's all a tricky stardust's fault.]

No, my truth is,
I did see a dream about it once,
not so unfortunate,
for it's a song you can deal with,
without having to draw the pentagram
from scratch.

Certain waves, however,
would tell you you're simply a lunatic,
like you actually want to be crashed in the sandy seabed -
well, there's nothing really wrong with that,
is there?
It's worth the time to breath in right
and wet your feet in the cold light,
but even if I'm somewhat wrong,
it might just have a price of its own.

After all, I didn't really make up any of this.
It's just my personal state
and I let it go on, and on, and on -
my personal state
which I won't actually let go,
or let it be subdivided in anything less important
from what it holds tightly within its claws.

Just watch it grow different
like leaves and rains and snow and dusty pollen
to all the glowing summers in the world.

Δευτέρα, Απριλίου 16, 2007

Ένα τραγούδι

Or So Sings the Cat of the Grey

Αλίκη
Άσε επιτέλους κάτω εκείνο το παράξενο καπέλο
Τίποτα δεν κάνεις πια όλη μέρα απ' το να παίζεις
Και να τραγουδάς παράφωνα
Συνέχεια με κείνους τους περίεργους τρελλούς

Γιατί είστε όλοι σας τρελλοί
Να ταξιδεύετε κάτω από τέτοια μυτερή βροχή
Σαν εθισμένοι να σας ραίνουν με μουντή χρυσόσκονη
Και να βλέπετε το θάνατο
να σφίγγει πάνω του γερά τα σπαθιά και τις χρωματιστές σας κούπες

Σιώπα μια φορά
Και σταμάτα τις δικαιολογίες
Δε θα σε χωρά για πάντα απ τις κλειδαρότρυπες μέσα μια γουλιά νερό
Ούτε θα σε τραβάει μαζί της η απειρία
Για να σπας φράγματα και σκεπές που χτίσανε οι άλλοι

Μα πες μου επιτέλους γιατί τρέχεις
Κανείς δε θα ρθει εδώ πέρα να σου πάρει το κεφάλι
Άστη επιτέλους και μην τραβάς να ισιώσει
Για να χτυπάς καλύτερα τους στόχους
Λες κι η Ζωή δε φτάνει και οφείλουμε να πάμε παραπέρα

[Δεν έχουν βλέπεις βασίλισσες οι Έξω Πολιτείες
Και λες πως πρέπει να χαθεί τούτο το γκρίζο
Να γεμίσει χρώμα πορφυρό και έντονο
Σαν εκείνο που σου δείξανε στους κήπους με τους ατελείωτους μαιάνδρους
Έχει ψυχή όμως τούτο το τσιμέντο
Πιο μεγάλη απ' τα πολύχρωμα ρολόγια που γυρίζουν πίσω με τόση ευκολία
Και είναι όμορφες όλες αυτές οι σκούρες αποχρώσεις
Και κάνουν τους λευκούς λαγούς με τα γιλέκα να φαίνονται ακόμα πιο παράξενοι
Κάτω απ' το φως της μέρας]


Πήγαινε μόνη σου λοιπόν
Θα είμαι ακόμα εδώ αν θέλεις να γυρίσεις σπίτι
Ή θα σε κοιτάω για πάντα απ την άκρη τούτου του λαγουμιού
Δεν έχω ανάσα να διαβώ τις λίμνες των δακρύων
Ούτε να ακούω τις Δούκισσες να στριγγλίζουν με μίσος
Καθώς αποκηρύττουν τα παιδιά τους
Όλα μια τρύπα είναι άλλωστε
Απλώς μια τρύπα

Σάββατο, Απριλίου 07, 2007

Poetry

Ποίηση;

Δε μπορώ να γράφω άλλο
όλο για τα σκονισμένα και ξερά,
δε μπορώ.
Ούτε συνέχεια για φλόγες,
ούτε για μαχαίρια.
Ούτε για πόρους και ανθρώπους που ζητούν
ν' ανοίξουν κι άλλο,
να καταπιούν χωρίς δεύτερη σκέψη το σκόρπιο φως
που φτάνει ως την άκρη τους.

Και που αφήνω το μυαλό μου
να κοιτάζει πιο ψηλά
στο μαύρο μέσα,
ούτε κι εκεί,
ούτε πουθενά,
θα βρει στ' αλήθεια άλλο σκοτάδι σαν αυτό
που πρωτοτύπωσε στις λέξεις.

Κι αν αυτό δεν πλήγωσε ποτέ,
ούτε και άγγιξε κανέναν,
πρέπει να βρεις, λέει, μια μέση που δεν υπάρχει
ή ν' αποφασίσεις μέσ' από ποιο σημείο
θέλουν αυτοί να βγάζεις τις άκρες των δαχτύλων σου -
αν αξίζεις.

[Ωραίες οι υποθέσεις,
σε βοηθούν πάντα με συνέπεια
να βαραίνεις τόσο που να ξεχνάς
εκείνο το άλλο
που πάντα προϋπάρχει.]

...

Έπειτα είναι που μου λένε “γράψε
κι ας μετανοιώσεις”,
κι ας θες μετά να κάψεις τα παλιά χειρόγραφα -
γιατί οι γενικές ιδέες είναι που μετράνε πια πολύ
και τις χαιρόμαστε όλοι.

Οι φλόγες βέβαια
δεν ταιριάζουν απολύτως σε τίποτε απ΄ αυτά,
ίσως μονάχα για να σβήσουνε σημάδια απειρίας
και μουτζούρες
[ή μπορεί και να ταίριαζαν τελικά
σε κείνα τα περίεργα αποσιωπητικά
που τίποτα δεν υπονόησαν,
ούτε άλλαξαν,
μα ίσως κι όλα.

Σκέφτομαι, πάλι,
κάθε φορά που κατεβαίνω μια γραμμή
μήπως δε θα χει νόημα ιδιαίτερο
έτσι από μόνη της μια τέτοια πράξη,
“γιατί να μην αλλάξει άλλωστε αναγκαστικά στην άκρη της σελίδας;”
Έπειτα χαμογελάω
με αυτή τη μικρή, ασήμαντή μου νίκη,
και την πικρή μου ελευθερία
στα περιθώρια του λευκού χαρτιού,
και συνεχίζω καταπώς έχω συνηθίσει.]

Κουράστηκαν τα μάτια μου
και δε μπορώ να γράφω άλλο για μεγάλες αντιθέσεις
και να κοιτάω τις τελείες.
Ίσως μέχρι να φύγω μόνο.
Ίσως ν' αρπάξω κάποιο απ αυτά τα βολικά
με τα μεγάλα καθίσματα
και τις κουρτίνες,
και να γράφω όπως παλιά,
και να κοιτάω κλεφτά σε αυλές
και σε κήπους,
και να γράφω για σκιές και φως κι ανθρώπους και τέρατα
και πτώματα -
συνέχεια τις λέξεις που μου 'ρχονται
πρώτες απ΄ όλες τις άλλες
στη μνήμη.
Μέχρι να φύγω μόνο.

Θα γράφω.

Τρίτη, Απριλίου 03, 2007

2 ποιήματα της μέρας

First

you have to make it up to share it

turn it around
around
and down

throw away a bunch of commas
you once so much believed in

cover the roll of spring
with every kind of dirty smile
and add a tiny little spoon
of sugar


one complex way to survive

~

Simple In Between

Tell me
the sky's going to make it
somewhat better

that johnny made the question
to repeat

pretend my rhyming really sucks

get back to bed

it's blue
and shiny
staring down the same ol' sun

Τρίτη, Μαρτίου 20, 2007

The Movies

Η Νερίνα και ο Cortlinux με προσκάλεσαν να γράψω εφτά απ' τις αγαπημένες μου ταινίες (αν και γενικά οι αγαπημένες μου ταινίες είναι πολύ περισσότερες):


Pulp Fiction


The Pianist


Run Lola Run


Dîner De Cons


La Guerre Des Boutons


Amelie



8 Femmes


Δεν έχω ποιόν να προσκαλέσω, ανακάλυψα ότι οι περισσότεροι έχουν ήδη γράψει ή λάβει πρόσκληση, ή έχουν εγκαταλείψει εδώ και καιρό τα blog τους...
Όποιος έχει διάθεση όμως και θέλει ας συνεχίσει εκείνος :)

Κυριακή, Μαρτίου 11, 2007

Όνειρα

Ι. Ο Κυνηγός


– Νομίζω πως ξεφύγαμε επιτέλους.
– Κι έπειτα που; ρώτησε με σπασμένη φωνή.
– Δεν ξέρω, απάντησε εκείνος. Ίσως πέρα από την αερογέφυρα. Ίσως...
– Είπες πως θα με πάρεις μακρυά από δω.
– Το που πηγαίνουμε ήταν πάντα δική σου υπόθεση.
– Μα σε γνώρισα μόλις χτες -

Ο Κυνηγός κοίταξε το παιδί διερευνητικά. Η απελπισμένη ματιά του τον τρόμαζε, όμως αποφάσισε κι αυτή τη φορά να μείνει σιωπηλός. Μέρα με τη μέρα τα μάτια του παιδιού σκοτείνιαζαν, κι απ' όλη τη μορφή του μονάχα αυτά φαινόταν πως τα άγγιζε ο χρόνος. Μερικές φορές άλλαζαν χρώμα, ή έδιναν την υποψία του σκληρού φωτός που κρυβόταν πίσω τους. Δε μπορούσε να φανταστεί τι μνήμες κρύβονταν μέσα σε τέτοιο φως. Ήταν η κατάρα της λήθης, η δική του κατάρα, που τον έφερνε κάθε φορά απροετοίμαστο κι ας γνώριζε με κάποιο μαγικό τρόπο όλα τα μυστικά του δικού του κόσμου. Όλα τα άλλα τα ξεχνούσε το ίδιο απρόσμενα, κάθε φορά που διέσχιζε τον άυλο Ωκεανό Δίχως Όνομα.

Η έκφραση του παιδιού άλλαξε απότομα μόλις έπιασε το βλέμμα του Κυνηγού.
- Θυμήθηκες επιτέλους, έτσι δεν είναι; ρώτησε, και τα χαρακτηριστικά του προ ολίγου τρομαγμένου προσώπου του σκλήρυναν, αφήνοντας ρυτίδες να φανούν γύρω απ' το στόμα και στις άκρες των ματιών.
– Ναι, απάντησε εκείνος.
– Πήγαινε τώρα λοιπόν για μένα.

Ο Κυνηγός ένευσε και γυρίζοντας απότομα την πλάτη έφυγε τρέχοντας προς τη μεριά από την οποία είχαν έρθει λίγη ώρα πριν. Τα μάτια του βάφτηκαν κόκκινα απ την πίεση του ανέμου, αλλά δε τον έννοιαζε πια. Κανείς τους δε θα ξέφευγε, σκέφτηκε, χαμογελώντας πια χωρίς καμία ενοχή να αγγίζει το χιλιολαβωμένο του στήθος.
Σε λίγο δε θα θυμόταν τίποτα.



ΙΙ. Προμηθέας Δεσμώτης


Κατέβαινε συχνά σε κείνο το υπόγειο. Ακολουθούσε τη γνώριμη στενή σκάλα, πατώντας προσεκτικά ένα-ένα τα σκαλοπάτια, έχοντας μάθει τόσα χρόνια μετά να μη στηρίζεται πια στην ξύλινη κουπαστή. Κάποιες φορές δεν υπήρχε καν εκεί ή έτεινε να εξαφανίζεται στο πρώτο σίγουρο άγγιγμα. Περιέργως, η πόρτα πάντα έκλεινε πίσω της, αφήνοντας στα χέρια της μονάχα ένα χρυσό κλειδί, χρυσό, όπως το χρώμα του μεντεσέ που θυμόταν πως είχε η πόρτα απ' την έξω μεριά - αυτό όμως σε έναν άλλο κόσμο, μια σκέψη που είχε κιόλας σβήσει μέχρι να φτάσει στο τελευταίο σκαλοπάτι.
Την τρόμαζε ο διάδρομος του υπογείου. Ίσως έφταιγε το γεγονός πως ήταν πάντα βυθισμένος σε εκείνο το μυστήριο σκοτάδι. Το δωμάτιο πίσω απ την ορθάνοιχτη πόρτα απέναντί της ήταν κι αυτό το ίδιο σκοτεινό, ίσως κι ακόμα πιο σκοτεινό, όπως και η μεγάλη μυστήρια αίθουσα στην δεξιά άκρη του στενού διαδρόμου.
Έτσι κι αυτή τη φορά επέλεξε την αριστερή μεριά, προς την κατεύθυνση της μοναδικής πηγής φωτός που μπορούσε με δυσκολία να δει. Καμιά εμπιστοσύνη δε της γεννούσε εκείνο το κοκκινοπό φως, που δε φαινόταν να έρχεται από καμία λάμπα ή κερί, παρά μόνο από μια μυστήρια πηγή κάπου χαμηλά, σε μια γωνία του πατώματος.
Πριν μπει στο δωμάτιο πέρασε για μια ακόμη φορά μπροστά απ τον μικρό ζωγραφισμένο καθρέφτη, που κάποιος του είχε αλλάξει θέση και τον είχε κρεμμάσει ψηλά στον τοίχο, σε σημείο ώστε να μη μπορεί ποτέ το βλέμμα σου να τον αποφύγει. Της θύμιζε τη θάλασσα εκείνη η ανάλαφρη γυναικεία μορφή, ξαπλωμένη στη στεριά σαν μια γοργόνα που είχε ξεφύγει από τα σκοτεινά της καταφύγια του βυθού, σε μια ελπίδα να ξαναδεί το φως μέσα από τις φωτεινές αντανακλάσεις, χωρίς να ξέρει σε τι νέα σκοτάδια θα την έφερνε η νέα της μοίρα. Πλήρωνε έτσι τώρα την απερισκεψία της να αφήσει πίσω τα κοραλλένια της βασίλεια.
Μέσα στο δωμάτιο πια, που ξαφνικά έμοιαζε μικρό και πνιγηρό, άφησε το βλέμμα της να περιηγηθεί στη λιτή επίπλωση, το καβαλέτο και τη γνώριμη μεταλλική βιβλιοθήκη. Ένα μέρος της ποθούσε να κάτσει σταυροπόδι εκεί στο πάτωμα, με τα βιβλία ανοιχτά μπροστά στα πόδια της, και να νοιώσει το θαυμασμό και το πάθος να την γεμίζουν πάλι απ' την αρχή βλέποντας τα έργα του Raphael και του Michelangelo και τόσων άλλων, να παρελαύνουν μέσα απ' τις σελίδες τους. Όμως το εργαστήριο έμοιαζε τώρα ξένο, κι ο αέρας την έπνιγε όλο και περισσότερο όσο περνούσε η ώρα. Οι μπογιές και οι χρωματιστές συμπυκνωμένες σκόνες στα ράφια ανέδιδαν μια περίεργη μυρωδιά, δεν ήταν όμως αυτές η αιτία της πνιγηρότητας.
Ξανακοιτώντας μπροστά της στο πάτωμα είδε αυτή τη φορά πεταμένο άλλο ένα γνώριμο βιβλίο. Μαύρο, χοντρό εξώφυλλο και πορτοκαλί σχέδια αρχαίων αγγείων. Είχε καταλάβει πια, το φως δεν ήταν κόκκινο τελικά, αλλά πορτοκαλί, κι όλη η θερμότητα ερχόταν από κει. Γονάτισε κάτω και άνοιξε το μεγάλο βιβλίο, κι άφησε τις σελίδες να γυρίσουν μόνες τους, κάτω απ το βάρος τους, σταματώντας τυχαία σε μία από αυτές.

Ο Προμηθέας γύρισε το ζωγραφιστό μαρμάρινο κεφάλι του με τα σγουρά κόκκινα μαλλιά προς τον ανατέλλοντα Βασιλιά Ήλιο. Καμιά παράκληση για έλεος δε φανέρωναν τα φλογερά του μάτια, κι όμως ήλπιζε ακόμα, πως κάπου ένα χρυσό κλειδί θα βρισκόταν για να λύσει τα δεσμά του. Παλιές κι ανόητες ανθρώπινες θυμήσεις της ελπίδας, σκέφτηκε, καθώς ο αετός τον κατέτρωγε και τον κατέτρωγε, ξανά και ξανά. Θα ξαναζήσω, ήταν η τελευταία του σκέψη, πριν τυλίξει στις φλόγες την πέτρινη φυλακή του, τον αετό, και τον ελευθερωτή του.

Το κλειδί έπεσε απ' τα χέρια της καθώς ορμούσε μέσα στις πορφυρές φλόγες, χωρίς την αθανασία να βαραίνει τους ώμους της, ψάχνοντας απελπισμένα να το ξαναβρεί, μήπως τελικά τη γλιτώσει απ' τη δική της μοίρα ένας απ' τους αθανάτους.
Μα το κλειδί είχε λιώσει.



ΙΙΙ. Η σφαίρα

Που είμαι;
Πουθενά.
Τι σημαίνει αυτό; Που πήγαν οι άλλοι;
Θα τους σκότωσες όλους, δε θυμάσαι;
Όχι δε θυμάμαι τίποτα. Ποιοι ήταν;
Αυτό ήταν δική σου μνήμη.
Και τώρα που βρίσκομαι;
Πουθενά.
Δε μ' αρέσει τούτο το σκοτάδι.
Δεν υπάρχει φως εδώ.
Γιατί;
Δεν υπάρχει τίποτα να φωτίσει.
Υπάρχεις εσύ. Κι εγώ.
Τίποτα δεν υπάρχει αν δε το φτιάξεις πρώτα.
Μα που πήγαν όλα;
Τα κατέστρεψες.
Πότε, πως;
Κι αυτό εσύ το ήξερες μόνο.
Μπορώ να φτιάξω λοιπόν μία τέλεια σφαίρα;
Μπορείς να κάνεις ό,τι θες.
Θέλω να φτιάξω έναν άνθρωπο.
Είναι ώρα να φύγεις τότε.
Μα γιατί;
Αντίο.

~


(Αταλάντη, γιατί βγαίνουν και σε μένα όλα σε τριλογίες; )
Λοιπόν, τα παραπάνω αποτελούν απάντηση στο tag της Αταλάντης που μου έβαλε να γράψω μια ιστορία (τέσπα, ιστορίες) με τις λέξεις φως, Michelangelo, σφαίρα, κλειδί, έλεος. Έγραψα τρία όνειρα (όπως κάνω συνήθως).
Το μπαλάκι πετάω τώρα στην Mell, στην Κυβέλη, στην Exilion Moutonidion, και τέλος στον Themi f.
Λέξεις: Καταιγίδα, γλώσσα, βοήθεια, βασίλειο, τυπωμένος.

Τετάρτη, Μαρτίου 07, 2007

Just Fascinating


J. F.


Μια κιθάρα
πέτρινη αλυσίδα
απ' τη γη στον ουρανό
ενώνει σύννεφα
κι αντίλλαλους
και χώμα

~

χώμα

~

φωνή χωμάτινη
σηκώνει σκόνη
μόνο

μάτια

~

μονοπάτια
στις πληγές της γης απάνω
γδέρνουν
και σκαλίζουν τ' όνομά σου

“εις”

~

να ξαναζείς
ξανά
ξανά
με τη φωτιά
βαθιά χωμένη στη ματιά σου

~

γέφυρες
σε σκουριασμένες πόλεις
καμμένες γέφυρες
σαν ύστατοι παλμοί

*



John Frusciate - Lou Bergs/Penetrate Time

Τρίτη, Φεβρουαρίου 27, 2007

And some more of it...

Κατόπιν πρότασης του Cortlinux και της Exilion και καθότι η μουσική είναι κάτι που λατρεύω, θα συνεχίσω να βάζω τραγούδια στο blog. Ελπίζω να σας αρέσουν.



Mychael Nyman, πολυαγαπημένος, από μια ταινία επίσης πολυαγαπημένη (The Piano [1993]). Νομίζω πως πραγματικά αξίζει όλο το soundtrack αυτής της ταινίας. Θυμάμαι ότι είχα λιώσει πολλές ώρες πάνω απ' τις παρτιτούρες το καλοκαίρι που μας πέρασε (όπως συνέβη και με το επόμενο κομμάτι προσφάτως).



Giovanni Mirabassi στο πιάνο, από το anime Bleach αυτή τη φορά.



Το Hasta Siempre είναι από τα αγαπημένα μου τραγούδια, δυστυχώς δε βρήκα την αγαπημένη μου εκτέλεση οπότε βάζω αυτή του Carlos Puebla ως την πιο κλασσική (αν τη βρω κάποια στιγμή ωστόσο θα τη βάλω).



Δεν έχω να πω και πολλά για το τραγούδι παραπάνω. Οι Paris Combo (στη wikipedia) είναι επίσης μια πολύ καλή ομάδα με πολλά καλά τραγούδια αν και όχι τόσο γνωστοί.



Ja sei namorar από τους Tribalistas. Δυστυχώς έβγαλαν μόλις ένα άλμπουμ (το 2003 αν θυμάμαι καλά) με το οποίο έγιναν πολύ γνωστοί στη Βραζιλία αλλά και ευρύτερα.

Πολύ καλή σας μέρα ^^

Κυριακή, Φεβρουαρίου 25, 2007

Let there be music...

Ε λοιπόν ναι, το παραδέχομαι πως ζήλεψα όλους αυτούς που έχουν μουσική στα blog τους και το δικό μου είναι μουντό και σιωπηλό. Επίσης δε μου άρεσε η προηγούμενη πεντάδα. Μια πεντάδα γαλλικών τραγουδιών λοιπόν:

Ι.


Ο Yann δε νομίζω πως χρειάζεται συστάσεις. Εγώ τον ονομάζω συνθέτη της γαλλικής βροχής. Έχει κάτι ιδιαίτερο, κάπως μινιμαλιστικό αλλά πολύ ενδιαφέρον και συναισθηματικό στην μουσική του. Μου προκαλεί μια πολύ ξεχωριστή αίσθηση, δεν ξέρω ακόμα πως να την περιγράψω ακριβώς με λέξεις. Ίσως μελαγχολία και παράλληλα ελπίδα. Θλίψη και χαρά μαζί...; Μάλλον κάτι το πολύ ανθρώπινο, ελαφρύ και βαθύ ταυτόχρονα.
(Το συγκεκριμένο τραγούδι βέβαια έχει αγγλικό στίχο)

II.


Αυτό το τραγούδι το έχει πει και στα ελληνικά ο Χρήστος Θηβαίος με τους Συνήθεις Υπόπτους, και μουσικά προτιμώ τη δική του εκδοχή, αλλά πρέπει να παραδεχτώ ότι το πρωτότυπο υπερτερεί κατά πολύ στους στίχους. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν έβαλα κάποιο άλλο τραγούδι του Georges Brassens (αν και στο μέλλον ίσως βάλω περισσότερα).

ΙΙΙ.


Calogero και Passi. Ο Calogero πολύ γνωστός εδώ στη Γαλλία, κάνει κάτι ανάμεσα σε pop και rock, αν και γενικά πάντα είχα πρόβλημα να κατατάσσω τους καλλιτέχνες σε κατηγορίες. Μια ιδέα γαλλικής rap, με πολύ καλό στίχο και μελωδικότητα. Απέχει λίγο από τα είδη της μουσικής που ακούω, αλλά δεν έχει απολύτως καμία σημασία, εκτιμώ καθετί ωραίο.

IV.


Aston Villa. Για όποιους νομίζουν ότι οι γάλλοι δε μπορούν να γράψουν rock. Με αυτούς άρχισα να ακούω γαλλική μουσική (η οποία με λίγο ψάξιμο νομίζω πως δεν είναι τόσο κακή όσο νομίζουμε. Ναι, υπάρχουν πολλά κακά παραδείγματα το ξέρω, αλλά τείνουν προς βελτίωση).

V.


Η Carla ήταν ένα μοντέλο ιταλικής καταγωγής (εξ'ου και το όνομα). Μια ωραία πρωία από εκεί που ήταν μοντέλο αποφάσισε να γίνει τραγουδίστρια. Και όλως περιέργως, δεν έγινε μια συνηθισμένη ατάλαντη ποπ τραγουδίστρια. Πήρε την κιθάρα της και κάθισε κι έγραψε τραγούδια. Ιδιαίτερη φωνή, που δεν σε θαμπώνει αλλά σου αφήνει ζεστασιά, όπως και τα τραγούδια της. Την αγαπώ πολύ.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 24, 2007

Μια μικρή αλλαγή στο blog

Ok, λέω να ενδώσω στην πίεση και να αρχίσω τελικά κι εγώ να γράφω κι άλλα πράματα εκτός από ποιήματα στο blog μου.
Λοιπόν, η αγαπημένη μου Αταλάντη με έβαλε κι εμένα στο παιχνίδι των πεντάδων, πως να αντισταθώ κι εγώ, οπότε παραθέτω:

Πέντε πράγματα που φοβάμαι:

Ι. Μήπως φέρθηκα/φέρομαι σκληρά σε ανθρώπους που δε το αξίζουν ή μήπως τους βλάψω εξαιτίας του εγωισμού μου.

ΙΙ. Το κακό που μπορεί να προκαλέσει η ανθρώπινη βλακεία.

ΙΙΙ. Μήπως οι ικανότητές μου μείνουν στάσιμες ή προχωρήσουν υπερβολικά αργά, και δεν διαπρέψω πραγματικά πουθενά. Ξέρω πως είναι λίγο ματαιόδοξο να θες να είσαι υπερβολικά καλός κάπου σώνει και καλά, ενώ γενικά έχεις ικανότητες για πολλά πράματα, όμως νομίζω ότι το να έχεις κάτι στο οποίο να μπορείς να αφιερώνεις τη ζωή σου και να τα καταφέρνεις πολύ καλά σε αυτό είναι πολύ σημαντικό.

ΙV. Την αρρώστια. Την πνευματική πολύ περισσότερο. Προτιμώ οτιδήποτε άλλο απ την τρέλα. Τη δική μου ή των γύρω μου.

V. Το θάνατο. Όχι τόσο το δικό μου. Δε νομίζω ότι η ανυπαρξία είναι πόνος, δε με ενοχλούσε προφανώς κάτι τέτοιο πριν γεννηθώ. Ίσως φοβάμαι πως δε θα προλάβω να ζήσω όλα τα πράγματα που θέλω, αν και αυτό είναι πόνος του τωρινού μου εαυτού, που έχει ακόμα πολλές ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Ο θάνατος των άλλων είναι που πονάει μάλλον περισσότερο, όπως και κάθε μεγάλη απώλεια. Το κακό είναι πως ξέρεις ότι δεν υπάρχει γυρισμός από αυτό. Και είναι κρίμα που δεν έχω κάποια παρηγοριά, αλλά νομίζω είναι κάτι που μπορεί κάποιος συνήθως τελικά να το αντέξει όσο κι αν πονάει και χωρίς να έχει κάποιο στήριγμα. Ήμουν τυχερή μέχρι τώρα, αλλά κάποια στιγμή στο μέλλον θα δείξει...

Λοιπόν, εγώ δεν έχω να στείλω την αλυσίδα και σε πολλούς. Προσκαλώ τον thicktheo, την Κυβέλη, και τον Αναρχικό να συνεχίσουν την αλυσίδα :)

(έκτακτο ανακοινωθέν: σήμερα είναι μια ιστορική μέρα. Έπαιξα καλά και αβίαστα κάποια πρελούδια και φούγκες του Bach. Δεν ξέρω αν θα επαναληφθεί. Το ελπίζω πάντως.)

Exodus


I.


It’s wings again
and light
against
and sound

clouds
like shining stony cupids
dragging you away and far
over airy sea-traps

that’s where
your tiny little sun
the firstborn
narrow-minded wind
have come to set his kingdom

a newborn son
reigning
what no human hand
should ever touch
in sanity

[
only one land
one minor key
“divine
and unchangeable”

Cain has found the way
]


II.

Nightmare

silence
in thoughtful deserts
nailing sparks
on my bleeding travels
to kill my fellow dreamers

I always like to watch
the red-stained flowers'
bloom



Για έναν αποχωρισμό
για ένα σκοτεινό όνειρο
και μία απόφαση.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 07, 2007

[Λίγο Χάος]


Η άμμος πέφτει από ψηλά,

σκεπάζοντας κραυγές
από ματιές χαμένες στα σκοτεινά δωμάτια
της δικής μας μοίρας –
γεμίζοντας
[μοναχά]
τα σπασμένα άγνωστα.

Χαμογελώ.

Σαν ύπνος ύστατος
στην ομορφότερη γωνιά του κόσμου,
γλιστρά ακούραστα
απάνω στις χρυσές πτυχώσεις.

Φεύγω.

[Τίποτα
δε μας κράτησε στα ίδια μέρη
παραπάνω απ’ το δικό της αέναο βάρος.]

Πρόσταγμα στ’ αυτιά μου ο χτύπος –
άγγιγμα της πρώτης διαδρομής.

Το Άγγιγμα.

Σάββατο, Ιανουαρίου 27, 2007

A Queer Idea o’ Candy-Floss


Alive

and searching
for things that have
defined her soul –
self-curing
but not (yet) so beloved.
For she is ready˙
to go
or even stay
as long as she knows
she is.

Ready to compromise
the days that passed
- she always did
and so did we -
ready to throw
a piece of chance into her cup,
with eyes that smile.

And now I see reflections
of the sun˙
a million mirrors
that I have,
and now I say,
and sing:
someday we’ll clap
and bow in front of her,
her, who has never lost (or even wished to lose)
a single game˙

Truth
and Dare.

And I shall say once again:
How interesting it is, indeed,
to never keep my promise –
not in a million lifetimes…


Για τη Βασίλισσα της Απώλειας Αταλάντη.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 22, 2007

Υπόσχεση


Σιώπησε στις τελευταίες πράξεις,

σιώπησε.


Σιώπησαν δικαστές.

Θεοί.


Σιώπησε το φως

π’ αγκάλιαζε χορδές

και νύχτες.


Κούκλες.


(να τελικά που οι ευχές δε σμίγουν

και οι φωτιές

για δεύτερη φορά πενθούν)


Σιώπησε η τελευταία σταγόνα

στα πνευμόνια της.

Σιώπησε ο Εφιάλτης.


Σιώπησαν οι τοίχοι,

μαζί, κι αντίλαλοι,

κι ελπίδες.


Ανέγγιχτα μαλλιά

μονάχα ψιθυρίζουν,

τις εντολές ενός θνητού αφέντη της ψυχής.


Ίδιοι σωπαίνουν τώρα οι θεοί,

που ξέχασαν δικές τους εντολές.


Ίδιοι με παραμύθια χάρτινα

που δίδαξαν το φθόνο.


Ίδιοι μ’ ένα παιδί

που οι πληγές του έμαθαν καλά

ότι ποτέ δεν πέταγε.


και πέφτει πάλι


και σιωπά στην τελική υπόσχεση.

Κυριακή, Ιανουαρίου 14, 2007

Transcending*


βάρβαρο ξεχύθηκε το φως
*
φως κατασπάραξε τα χρώματα
*
χρώματα άγγιξαν το δειλό σκοτάδι
*
σκοτάδι, ένα απ τα λίγα που υπάρχουν
*
υπάρχουν πια ελάχιστες, μα πάντα ελπίδες
*
ελπίδες, ν’ αγαπώ τον αδερφό μου όσο ποτέ κανέναν
*
κανέναν

Παρασκευή, Ιανουαρίου 05, 2007

Δεύτερον


Δε μ’ άφησε,

Ούτε κολύμπησε ξανά

στα σκοτεινά γαλάζια βάθη.

Ξέχασε λέξεις

κι άφησε πίσω χρώματα –

έσβησε φώτα

για ν’ ανοίξει μάτια.

Μα ας μην ξεχνά –

όλες οι λέξεις μένουν,

και συνθέτουν

τους παγωμένους δρόμους

του ονείρου.

Λέξεις που τα βράδια

αντηχούν,

καθώς λύνουν

και δένουν τις ανάσες.

Κι απόψε δένουν,

μόνο δένουν...

αναρωτιούνται

αν κάποτε θ’ αξίζουν

να πνιγούν στο ψύχος,

ή στο γυρισμό.

Μα είναι λέξεις,

μόνο λέξεις –

κι η επιλογή δεν έγινε

ούτε ποτέ θα γίνει.

Δε μ’ άφησε.

Θα υπάρχει πάντα˙

σαν ποίημα που δε γράφτηκε

και κύλησαν ωμά οι λέξεις

στα λευκά σεντόνια,

έτσι πάντα θα υπάρχει.

Τρίτη, Ιανουαρίου 02, 2007

Στον Αέρα


Κοιτάς με αγωνία

Όταν το έδαφος χάνεται,
καθώς κρεμμά μαζί του
ξεχαρβαλωμένα φώτα,
και ξεκομμένα σπίτια,
(όλα αυτά, όλα μαζί....)
και καθετί καινούριο και παλιό

Κι όταν γλιστρούν στ’ αυτιά σου
μονάχα αντίλαλοι
και φθίνουσες
ελπίδες

Κι Αντίλαλοι

Κι Ελπίδες

...............................

Κι έπειτα
σαν κατακάτσει η πάχνη,
γεύεσαι έντρομος,
μέσα σε έκσταση αισχρή,
την αλμύρα του αίματος,
από πληγές
σε παγωμένα τζάμια του πρωινού –
στα μέρη εκείνα
που το σύννεφο αγάπησε
κι αγκάλιασε τον ήλιο.



Ανέγγιχτα,
έμειναν όλα,
ατέλειωτα.
Σαν ποτέ να μην ειπώθηκαν.
Σαν να μην τα ‘φτιαξε ποτέ κανείς.
Πάντοτε.
Κανείς.