Αρχαίου Μονολόγου Τιμωρία
Στεκόταν εκεί
καθώς οι άγριοι κατέσφαζαν,
τους γιούς του Πάρη.
Αυτός τους έκλαψε
με δάκρυ άδειο,
μετανοιωμένος πια που έφερε στην Τροία
μονάχα τη Φωτιά,
το Τίποτα...
Αυτή τους έκλαψε αργότερα,
κρυφά,
καθώς φορούσανε στα χέρια της δεσμά
και αλυσίδες –
..........
Πάει ένας χρόνος τώρα
που έφυγα απ την Τροία...
Είναι πια τα είδωλα θαμπά,
αχνός που τώρα λούζεται
ίσως μονάχα μια θεά,
μαζί με στίχους θρύψαλα
κι αίμα βαθύ από χαμόγελα σπασμένα...
Πάει ένας χρόνος τώρα,
ένας αιώνιος άνεμος –
στιγμή που πέρασε
έξω απ τα τείχη αυτά της πόλης τα ψηλά...
Κι όμως εγώ τον όρκο δεν τον πάτησα –
ακόμα.
Μονάχα φήμες,
φήμες χαρούμενες
έρχονται στ’ αυτιά μου…
Τη σύραν, λέει, πρώτα
μπροστά στους βασιλιάδες τους θνητούς –
απόφαση όμως απ αυτούς
κανείς δεν πήρε…
Όταν αργότερα αποφάσισαν
να πάνε να ζητήσουνε χρησμό
απ τους ολύμπιους θεούς,
λένε πως μήτε ο τίμιος Απόλλωνας
τόλμησε τους οιωνούς που θέλανε να δώσει…
Μα τώρα πια φτάνουν στ’ αυτιά μου ψίθυροι,
τ’ ακούω απ τα παιδιά,
τις πέτρες και τα φύλλα.
Λένε πως, κάποια μέρα, το πρωί,
δεν βρέθηκε αιχμάλωτη στο σκοτεινό κελί της –
λένε πως έγινε καπνός,
άρωμα δέντρων, λουλουδιών,
λένε, λένε…
Μα πες μου Αφροδίτη,
αλήθεια…
δεν πέρασε ούτε ένας χρόνος που φύγαμε...
έτσι δεν είναι;