Πέμπτη, Οκτωβρίου 26, 2006

Αρχαίου Μονολόγου Τιμωρία



Στεκόταν εκεί
καθώς οι άγριοι κατέσφαζαν,
τους γιούς του Πάρη.
Αυτός τους έκλαψε
με δάκρυ άδειο,
μετανοιωμένος πια που έφερε στην Τροία
μονάχα τη Φωτιά,
το Τίποτα...
Αυτή τους έκλαψε αργότερα,
κρυφά,
καθώς φορούσανε στα χέρια της δεσμά
και αλυσίδες –

..........

Πάει ένας χρόνος τώρα
που έφυγα απ την Τροία...

Είναι πια τα είδωλα θαμπά,
αχνός που τώρα λούζεται
ίσως μονάχα μια θεά,
μαζί με στίχους θρύψαλα
κι αίμα βαθύ από χαμόγελα σπασμένα...

Πάει ένας χρόνος τώρα,
ένας αιώνιος άνεμος –
στιγμή που πέρασε
έξω απ τα τείχη αυτά της πόλης τα ψηλά...
Κι όμως εγώ τον όρκο δεν τον πάτησα –
ακόμα.
Μονάχα φήμες,
φήμες χαρούμενες
έρχονται στ’ αυτιά μου…

Τη σύραν, λέει, πρώτα
μπροστά στους βασιλιάδες τους θνητούς –
απόφαση όμως απ αυτούς
κανείς δεν πήρε…
Όταν αργότερα αποφάσισαν
να πάνε να ζητήσουνε χρησμό
απ τους ολύμπιους θεούς,
λένε πως μήτε ο τίμιος Απόλλωνας
τόλμησε τους οιωνούς που θέλανε να δώσει…

Μα τώρα πια φτάνουν στ’ αυτιά μου ψίθυροι,
τ’ ακούω απ τα παιδιά,
τις πέτρες και τα φύλλα.
Λένε πως, κάποια μέρα, το πρωί,
δεν βρέθηκε αιχμάλωτη στο σκοτεινό κελί της –
λένε πως έγινε καπνός,
άρωμα δέντρων, λουλουδιών,
λένε, λένε…

Μα πες μου Αφροδίτη,
αλήθεια…
δεν πέρασε ούτε ένας χρόνος που φύγαμε...
έτσι δεν είναι;

Τετάρτη, Οκτωβρίου 25, 2006

The Soul-searching Master





Pt. I

Morpheus

Bow,
bashfully,
bow and dance…
A simple command
now that your arms are chained.

For years now
there’s nothing more than that –
and tell me girl, what’s this,
complaint?




Pt. II
Her Majesty Daylight

Tomorrow then,
just go ahead
and make a wish
for all of them
to disappear from sight...

Enthusiasm –
that is, perhaps,
what all the fireworks bring
from time to time…



(photo by Emoryvisit his blog)


Δευτέρα, Οκτωβρίου 23, 2006

IV. Absence


Le palais

Les corridors longs
font échos des réflexions,
écrasant peu en peu
tous les murs antiques qui l’environnent.
Elle continue de pleurer sans crainte,
quand ses tuniques rouillées
accrochées au vestiaire
tombent rouges,
à ses pieds…


Extramuros

Observation intéressante :
Les jardins sont morts.


La Chambre Vide

Il y avait quelque chose bizarre
dans cette chambre.
C’était comme si
même les chiens domestiques
le connaissaient.
Ils s’habituaient à mordre,
éperdument,
les courtines et les meubles d’époque,
comme si ils voulaient gripper la main
de celui qu’il les a, autrefois, touché…


Σάββατο, Οκτωβρίου 21, 2006

II. Stimulation


Divinités de la prime,

caressent les rayons de soleil
qui tombent
doucement,
aux bouts de ses doigts.

En plongeant
dans ses rêves derniers,
elle se rende
aux voix des anges aveugles,
qui coulent des mots,
des lettres charmantes
à ses oreilles…

C’est alors que la chante
c’est toujours des comptines
aux voyelles interdites.

C’est là où les statues ont toujours
des yeux blancs…

Παρασκευή, Οκτωβρίου 20, 2006

I. Honte


Avec son regard
perdu dans le vague,
elle prie au maître Soleil :
“Ô, toi suprême,
brûle leurs yeux,
leurs yeux gloutons!”.

Hélas!
Quand le jour baisse,
l’ombre découse cruellement
ses robes dentelées,
et sa confession contradictoire
se tient captive
par des lierres épineux –
les mêmes qui, autrefois, germaient
innocemment
au-dessous de son balcon haut,
en attendant
attendant la montée
d’un monde de rêves.

“Quel mensonge misérable”,
murmurent les étoiles…


Πέμπτη, Οκτωβρίου 19, 2006

Once upon a time


The old maid was used to it,
sitting at the same corner
and knitting every day.
It’s been too many years now,
than she would like to admit,
too many chained windows
and broken dishes
that needed to be cleaned.

“How pathetic”
she used to say to herself,
“Look, just look at them,
those pitiful young brats.
They’re nothing more
than a bunch of selfish,
ignorant dreamers.”

And thus,
the years went by,
staying by her masters’ will,
cleaning all the sacred books
and caring for all she should,
perhaps forgetting nothing else
but the autumn’s leaves
slowly, slowly piling up
in the house’s backyard.

And now, the time has passed –
some say she’s almost sixty –
her eyes are getting weaker,
her legs are showing signs
of cracks;
and with her feeble pulse
she counts,
she counts,
each and every little yellow leave
the wind might bring
near her lonely window…


Παρασκευή, Οκτωβρίου 13, 2006

La dispute


...

Ησυχία...

Κι όμως Εκείνη
ακόμα δε μπορεί να κοιμηθεί.
Φαντάζει κοιμισμένη ώρα τώρα
μα είναι πάντα εδώ μαζί μου
και με συντροφεύει.

Σκέφτομαι
να τη βοηθήσω – πως; –
να φτάσει τον γλυκό Μορφέα,
σκέφτομαι πώς να την κάνω
να μεθύσει απ τ όνειρο –
και η σκέψη μου αγγίζει...

αγγίζει
νότες και χορδές,
και πλήκτρα,
και φωνές,
αγγίζει,
πλάθοντας μορφές ιδανικές,

καθάριες μελωδίες
να τη συντροφεύουν
μες από θόλους
και περάσματα,
κόβοντας τ αγκάθια
και σκουπίζοντας το έδαφος,
φωτίζοντας να βλέπει
και τις πιο χωμάτινες γωνίες

Το ξέρω πια
πως σαν η μελωδία πάψει
θα ξυπνήσει.
Κι είν η μορφή της εύθραυστη
σαν τύχει και ο ύπνος την αφήσει.

Γι αυτό και παίζω ακόμα,
συνεχίζω,
κι είναι τα χέρια μου βαριά,
τρεμάμενα,
γλιστρούν σιγά-σιγά
και λύνονται˙
λύνονται πια
μα χάνουνε τις νότες.

Και τρέμω,
τρέμω περισσότερο
καθώς η ώρα μου περνά,
μην τύχει και πετάξει, φύγει τ όνειρο
μην τύχει και γυρίσει κι αντικρίσει...
....

Πέμπτη, Οκτωβρίου 12, 2006

Για δύο ποιηματάκια


Θέλω να αγκαλιάσω δύο ποιήματα.
Θέλω να τα αγκαλιάσω σφιχτά, να τα δέσω μεταξύ τους, να γίνουν ένα.
Θέλω να τους ψιθυρίσω στο αυτί
μια τόση δα μικρή ευχή,
κι έπειτα να τ'αφήσω να τραβήξουν μόνα τους το δρόμο.
Και φεύγοντας να ξέρω,
να ξέρω πως δε θα χαθούν ποτέ.

Για δύο ποιηματάκια

Τετάρτη, Οκτωβρίου 11, 2006

Παρασκήνια


Μια κούκλα.
Μια μαριονέττα
ξύλινη,
με άκρα ακατέργαστα,
άτεχνα φτιαγμένα.

Σχοινιά.
Σπάγκοι γεροί,
χοντροί,
σφιχτά δεμένοι,
κόμποι άλυτοι˙ κόμποι.

Μπογιά.
Στο πρόσωπό της,
ανεξίτηλη,
χαμόγελο, μια ζωγραφιά,
βαμμένη˙ κόκκινη.

Κουρτίνες.
Βαθυκόκκινες,
αίμα,
ανάλαφρες κουρτίνες,
σταγόνες˙ κόκκινες.

Ξύλινοι.
Ξύλινοι θεατές
(ή πέτρινοι; ),
ακίνητοι, νεκροί
θεατές˙ κούκλες.

Σάββατο, Οκτωβρίου 07, 2006

Ημικάθαρσις


Φως
Μέσα από λευκές κουρτίνες
διατρέχει τη μορφή της…
Η μνήμη
απ’ το φιλί της Νύχτας
έρχεται
και φεύγει…
Στέκεται πάντα στο παράθυρο,
κι αφήνει τις ακτίνες να τη διαπερνούν.
Η Μνήμη…
Σαν οι μορφές της ζωντανεύουν
δε στρέφει πίσω της το βλέμμα.
Μόνο μαντεύει
μαντεύει τις φωνές
ακούει
κρυφά
αθόρυβα
με την πλάτη πάντα γυρισμένη.
Κι η Επιθυμία πίσω της
αγκαλιάζει ελαφρά,
αδελφικά,
τους γυμνούς της ώμους…



Παρασκευή, Οκτωβρίου 06, 2006

Le Chemin Rouge

 
Mes yeux se ferment
Je me perde…
Je n’existe plus…
Tout un rêve, un ombre.
En arrière, j’écoute
une porte fermant,
pleine de traces, gravée.
Derrière…
qui l’a gravé ?
Je manque la mémoire…
son son se perde
dans le temps...

Maintenant
Dans l’embrasse de la Méduse,
l’atrocité parfait,
des faces exsangues
dans ses larmes –
et puis
elle pleurait
et elle pleurait sans arrête,
sans de l’honte
ou de l’humiliation,
avec son cœur vibrant,
plus forte que jamais,
elle apprenait ses crimes brutaux –
en enfonçant un sabre de plomb
de plus en plus profondément,
dans sa destinée de malheur.

Un sourire triomphant
était dessiné á sa face
belle…


Δευτέρα, Οκτωβρίου 02, 2006

La Poudre

 
Ce matin le ciel a disparu.
Une poudre grosse
couvrait le soleil,
les statues, les jardins,
les yeux,
elle pénétrait les poumons...
Elle tombait comme de l’eau brûlant,
roulait á sa face,
á sa bouche entr’ouverte,
ses cheveux, ses seins –
elle était douloureuse,
insupportable, cette poudre,
suffocant et au même temps irrésistible...
La fille restait toujours là,
en regardant encore le ciel
avec ses yeux inanimés,
en attendant
attendant
la pluie qui ne viendrait jamais…


--------------



Η Σκόνη

Εκείνο το πρωί ο ουρανός εξαφανίστηκε.
Ένα παχύ στρώμα σκόνης
κάλυπτε τον ήλιο,
τα αγάλματα, τους κήπους,
τα μάτια,
διείσδυε στα πνευμόνια...
Έπεφτε σαν καυτό νερό,
κυλούσε στο πρόσωπό της,
στο μισάνοιχτο στόμα της,
στα μαλλιά, στα στήθη –
ήταν επίπονη
ανυπόφορη αυτή η σκόνη,
αποπνικτική και ταυτόχρονα ακαταμάχητη...
Η κοπέλα παρέμενε συνέχεια εκεί,
κοιτάζοντας ακόμα προς τον ουρανό
με μάτια άψυχα,
προσμένοντας
προσμένοντας
τη βροχή που δεν επρόκειτο να ‘ρθει ποτέ....