Πέμπτη, Νοεμβρίου 02, 2006

Το Δάσος


Ο ιππότης κατέβηκε απ το άλογο του,
γονάτισε στο έδαφος
κι άγγιξε το χώμα με τα δάχτυλά του.
Ακούμπησε κάτω τη βαριά του περικεφαλαία
και άρχισε να βγάζει τα κομμάτια της πανοπλίας του,
ένα-ένα,
μέχρι που στο τέλος έμεινε γυμνός.
Τα όπλα του τα πέταξε πιο πέρα σε ένα ποταμάκι.

Καθισμένος στην όχθη
έβρεχε τα πόδια του στα δροσερά νερά,
κι άκουγε το κελάηδισμα των πουλιών
και το θρόισμα των φύλλων...
Σιγά-σιγά βυθίστηκε σε έναν ύπνο βαθύ,
που όσο πήγαινε και βάθαινε περισσότερο, βάθαινε...
σιγά-σιγά έπαψε πια ν’ ακούει τα πουλιά
και τον γλυκό ήχο του νερού,
έπαψε να αισθάνεται το φως και τη θερμότητα του ήλιου˙

Δεν κατάλαβε πότε βράδιασε.

Δεν κατάλαβε ούτε πότε οι εχθροί τον έφτασαν,
ούτε κι όταν έχωναν ένα μαχαίρι
στην κουρασμένη απ τον πόλεμο καρδιά του
και πέταγαν το άψυχο πια σώμα του
στα παγωμένα νερά του ποταμού...






(μάλλον είναι μια ιστορία σε στίχους παρά ένα ποίημα…)


2 σχόλια:

Balidor είπε...

Οντως...
και μάλιστα ωραία ιστορία !

Holy_Molly είπε...

Ήταν πολύ ωραίο...χμ..δεν μπορώ να είμαι σίγουρη από πού προήλθε, πάντως η εικόνα δίπλα στη λίμνη και η όλη ατμόσφαιρα εγκατάλειψης(ψυχικής) μου αρέσουν πολύ. WELL DONE!